Στηριγμένο σε πλούσιο πρωτογενές υλικό, το βιβλίο του πανεπιστημιακού Λεωνίδα Μοίρα μας επιτρέπει να ατενίσουμε τη στιγμή της γέννησης του νεοελληνικού κράτους από μια νέα οπτική
ιακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 μοιάζει ακόμη αδιανόητο να φέρει κανείς στον δημόσιο διάλογο τα γεγονότα που οδήγησαν στην γέννηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, για αιτίες που ξεφεύγουν της «τόνωσης του εθνικού φρονήματος». Έτσι, πολλοί από εμάς ήρθαμε αντιμέτωποι με ένα τεράστιο σοκ, όταν ήρθαμε για πρώτη φορά σε επαφή με επιστημονικά ιστορικά συγγράμματα γύρω από τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και διαπιστώνοντας μια τεράστια απόκλιση σε σχέση με τα όσα είχαμε διδαχθεί στο σχολείο.
Για αυτό και παρά το γεγονός ότι πολύς ιστορικός χρόνος έχει ήδη κυλήσει, και μαζί του αμέτρητα γεγονότα και ιδεολογικές μετατοπίσεις, τίτλοι όπως αυτός του βιβλίου του Λεωνίδα Μοίρα, διδάσκοντα Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μοιάζουν σχεδόν αιρετικοί.
«Η Ελληνική Επανάσταση μέσα από τα μάτια των Οθωμανών». Αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο από τις εκδόσεις Τόπος – και ακριβώς αυτό είναι και το περιεχόμενό του. Στις σελίδες της πολύ ενδιαφέρουσας μελέτης, που στηρίχτηκε σε ένα πλούσιο πρωτογενές υλικό, παρακολουθούμε τα γεγονότα της Επανάστασης μέσα από την οπτική της οθωμανικής ελίτ της Κωνσταντινούπολης, των χρονικογράφων της Πύλης και των Οθωμανών αξιωματούχων από περιοχές της περιφέρειας οι οποίες βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολεμικών συγκρούσεων.
Και το περιεχόμενο των όσων διαβάζουμε, γραμμένο σε γλώσσα προσιτή στον απλό αναγνώστη – τουλάχιστον αν έχει τη διάθεση να αναζητήσει στο Google τα πιο άγνωστα κομμάτια της οθωμανικής γραφειοκρατικής ορολογίας – συχνά μας ξαφνιάζει. Ακόμη συχνότερα, μας προ(σ)καλεί σε σκέψεις που ξεφεύγουν από το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων και μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ιστορία με έναν πιο σφαιρικό, πιο ουσιαστικό και σίγουρα πιο κριτικό τρόπο.
Είμαστε σε θέση, για παράδειγμα, να αντιληφθούμε στιγμές της Επανάστασης ως «σφαγές» μουσουλμάνων, ακόμη και 200 χρόνια μετά, ακόμη και έχοντας επίγνωση του ότι ο πόλεμος ποτέ δεν έχει ευχάριστη όψη; Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε την έκπληξη των Οθωμανών απέναντι στην «ξαφνική», στα δικά τους μάτια, ανταρσία (επίσης στα δικά τους μάτια) μιας μερίδας των υπηκόων που καταλάμβανε μέχρι την ίδια στιγμή, υψηλές θέσεις εντός της οθωμανικής ιεραρχίας; Και πόσες φορές έχουμε σκεφτεί σε βάθος τον τρόπο με τον οποίο η Ελληνική Επανάσταση διαμόρφωσε όχι μόνο την Ελλάδα του σήμερα, αλλά και τη σημερινή Τουρκία, μεταφέροντας τις νεωτερικές ιδέες της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών σε μια παραδοσιακή αυτοκρατορία;
Ο Λεωνίδας Μοίρας μίλησε στο in.gr για αυτή την ασυνήθιστη οπτική, τα κέρδη που μπορούμε να αποκομίσουμε υιοθετώντας τη, αλλά και τον αναχρονισμό που κρύβεται μέσα στην ίδια τη λέξη «Τουρκοκρατία».
«“Τουρκοκρατία” αποκαλείται συμβατικά η περίοδος 1453 – 1821», εξηγεί ο κύριος Μοίρας. «Καταρχάς τα χρονολογικά όρια που εμπεριέχει αυτός ο όρος είναι προβληματικά, καθώς πολλές περιοχές είχαν υπαχθεί στην οθωμανική διοίκηση πριν ή μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (πχ η Θεσσαλονίκη κατακτήθηκε το 1430, το Δεσποτάτο του Μοριά το 1460, η Κρήτη το 1669), ενώ αρκετές άλλες ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά από την ίδρυσή του (η Θεσσαλία το 1881, η Θεσσαλονίκη το 1912, η Κρήτη το 1913). Ο όρος «Τουρκοκρατία», πλάστηκε μετά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους για να υποδηλώσει την αρνητική εικόνα των ελληνικών πληθυσμών και των ιστορικών γι’ αυτή την περίοδο, με σημείο αναφοράς την καταπίεση που οι Έλληνες βίωναν από τους Οθωμανούς. Πρόκειται για μία ιδεολογική κατασκευή και μία προσέγγιση της ιστορίας από τη σκοπιά των Ελλήνων που έβλεπαν τους Οθωμανούς ως απόλυτους κυρίαρχους.
»Οι Οθωμανοί, άλλωστε, δεν θεωρούσαν το κράτος τους τουρκικό σε καμία περίπτωση και η λέξη Τούρκος κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου είχε διαφορετικές και συχνά αντιφατικές χρήσεις. Από τον 15ο έως τα τέλη του 19ου αιώνα, στις οθωμανικές πηγές ο όρος αναφέρεται άλλοτε στους τουρκόφωνους πληθυσμούς της κεντρικής Ασίας, στους νομαδικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τους μουσουλμάνους, τους άξεστους κατοίκους της υπαίθρου ή τους γενναίους πολεμιστές.
»Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εξιδανικεύουμε το παρελθόν. Αντίθετα, μέσα από τη συνθετική χρήση των πηγών, οφείλουμε να αναδείξουμε τις πολύπλευρες διαστάσεις της οθωμανικής πραγματικότητας, ώστε να προχωρήσουμε σε πληρέστερα ερμηνευτικά σχήματα.
Τα 200 χρόνια αποτελούν ευκαιρία για αναστοχασμό
»Η συμπλήρωση 200 ετών από το ξέσπασμα της Επανάστασης πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία για αναστοχασμό και ανάδειξη της ευρωπαϊκής και οικουμενικής διάστασης του 21. Παράλληλα, οφείλει να αποτελέσει αφορμή για την απεμπλοκή της ιστορικής έρευνας από αναχρονιστικές ερμηνείες και στερεοτυπικές αφηγηματικές στρατηγικές, οι οποίες οδηγούν στην ιδεολογική και πολιτική χρήση της Επανάστασης στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Η «συναισθηματική» προσέγγιση των γεγονότων οδηγεί είτε σε παρερμηνείες είτε στην αποσιώπηση ορισμένων σημαντικών πτυχών της Επανάστασης και συνθηκών που αυτή κληροδότησε, όπως για παράδειγμα οι σχέσεις της οθωμανικής εξουσίας με το Πατριαρχείο και τους κοτζαμπάσηδες που παρέμειναν πιστοί στους Οθωμανούς ή οι πολιτικές που εφάρμοσε ο σουλτάνος και η Υψηλή Πύλη απέναντι στους ορθόδοξους υπηκόους, οι οποίοι συνέχισαν να ζουν μέσα στην επικράτεια της αυτοκρατορίας».
Ζητήματα ιδεολογικών αποκλίσεων – και γλώσσας
Μεγάλο μέρος του βιβλίου καταπιάνεται με το – εξαιρετικά εντυπωσιακό – ζήτημα της γλώσσας. Μέσα από αυτό, καθίσταται σαφές κάτι αναπάντεχο, αν και εντέλει απολύτως λογικό: Η οθωμανική διοίκηση, δεν απείχε απλώς ιδεολογικά από τις αξίες της Γαλλικής Επανάστασης που διαπερνούσαν την Επανάσταση του ’21 ήδη από τα προπαρασκευαστικά της στάδια, αλλά κυριολεκτικά δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε τι διέφεραν τα αιτήματα των επαναστατημένων Ελλήνων από τις εκάστοτε εξεγέρσεις, για παράδειγμα ενάντια στη φορολογία. Και αυτό γιατί εκτός των άλλων δεν διέθετε και το αντίστοιχο λεξιλόγιο. Στις σελίδες του βιβλίου του κυρίου Μοίρα, εκτός από τα επαναστατικά γεγονότα, παρακολουθούμε την Οθωμανική αυτοκρατορία να περνά από τις δικές της σταδιακές μεταμορφώσεις. Ξεκινώντας από την ορολογία της.
«Η οθωμανική διοίκηση γνώριζε τις ιδέες του γαλλικού ριζοσπαστισμού πριν από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, χάρη στην ενημέρωση που είχε από τους οθωμανούς πρεσβευτές που είχαν σταλεί σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου 1789 – 1821», διευκρινίζει ο ίδιος στο in.gr. «Νεωτερικές έννοιες όπως «έθνος», «πατρίδα», «ελευθερία», «ανεξαρτησία» και «κοινοβούλιο» εισήλθαν στο οθωμανικό πολιτικό λεξιλόγιο ή ανανοηματοδοτήθηκαν. Οπωσδήποτε το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης αποτέλεσε την αφορμή για την περαιτέρω επεξεργασία αυτών των εννοιών και των ιδεών.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλάζει
»Η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αλλά και η ένοπλη αντιπαράθεση με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου προκάλεσαν μια σειρά αλλαγών σε ιδεολογικό, πολιτικό και διοικητικό επίπεδο. Η οθωμανική κυβέρνηση προσανατολίστηκε στην αναζήτηση ενός νέου μοντέλου διακυβέρνησης του κράτους, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για την παραγωγή πολιτικών που θα εξάλειφαν φαινόμενα καταπίεσης και κοινωνικής αδικίας. Ταυτόχρονα προσπάθησαν να επιτύχουν την ενσωμάτωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών στο κράτος, υπό νέους όρους, επιθυμώντας να εξασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των πληθυσμών αυτών στον Οίκο του Οσμάν. Η «εργαλειοθήκη» των Οθωμανών ιθυνόντων ήταν σαφώς επηρεασμένη από το σοκ που προκάλεσε η απώλεια εδαφών με την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου. Από αυτήν την άποψη, η επίδραση της Ελληνικής Επανάστασης είναι ιδιαίτερα σημαντική στην πολιτική σκέψη των Οθωμανών και ιδιαίτερα στην απόπειρα κατασκευής του δικού τους «οθωμανικού έθνους» που επιχειρήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και κατά τη γνώμη μου αποτελεί έκφανση ενός “αυτοκρατορικού εθνικισμού”».
Αντικρουόμενες αναγνώσεις και κίνδυνοι
Τόσο εντός, όσο και εκτός των ελληνικών συνόρων, έχουν διατυπωθεί αμέτρητες, αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις για τη φύση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από εκείνες που μιλούν για «βάναυσο και πρωτόγονο οθωμανικό ζυγό», μέχρι εκείνες που αντιπαραθέτοντας την πολυεθνική αυτοκρατορία με όλες τις παθογένειές της, με τους αιματοβαμμένους πολέμους που ακολούθησαν τον κατακερματισμό της, κλίνουν υπέρ της πρώτης – μια από τις πιο διάσημες, είναι εκείνη του στοχαστή Έλι Κεντούρι, ενός Εβραίου της Βαγδάτης που βίωσε αυτή τη μετάβαση με ιδιαιτέρως σκληρό τρόπο. Τελικά, ποιος είναι πιο κοντά στην αλήθεια;
«Στο γύρισμα από τον 20o στον 21o αιώνα η μελέτη της ελληνικής ιστορίας της οθωμανικής περιόδου γνώρισε μια νέα ώθηση και εντάχθηκε στο οθωμανικό πλαίσιο», παρατηρεί ο κύριος Μοίρας. «Το ανανεωμένο ενδιαφέρον και η αναστοχαστική διάθεση για την Ελληνική Επανάσταση που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαπενταετία, οδήγησε σε ένα γενικότερο ενδιαφέρον για την οθωμανική περίοδο. Με την αξιοποίηση των οθωμανικών πηγών άλλαξε και η προσέγγιση για τη μελέτη του «ελληνικού κόσμου», καθώς σκοπός πλέον της ιστορικής έρευνας δεν είναι να «αγιοποιηθεί» το ελληνικό έθνος, αλλά να μελετηθεί μέσα από τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς του όρους, μέσα στο αυτοκρατορικό πλαίσιο της οθωμανικής ιστορίας.
»Ωστόσο, όπως, πολύ εύστοχα έχει παρατηρήσει η Ε. Γκαρά, η ευφορία που προκάλεσε η δυνατότητα αναθεώρησης των παλαιότερων ερμηνευτικών σχημάτων μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση απλουστευτικών ή εξιδανικευμένων προσεγγίσεων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι δομές της δεν ήταν στατικές. Υπάρχουν αρκετά πεδία των ανθρώπινων δράσεων που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και η αναζήτηση της «ιστορικής αλήθειας» είναι μια διαρκής προσπάθεια που εδράζεται στην αξιοποίηση των πρωτογενών πηγών και της δευτερεύουσας βιβλιογραφίας σε διάφορες γλώσσες. Η επεξεργασία των ετερόκλητων πληροφοριών σε συνδυασμό με την αντικειμενική προσέγγιση του παρελθόντος, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την πληρέστερη σκιαγράφηση του οθωμανικού -και όχι μόνο- παρελθόντος».
(in.gr) |
Comments