ΙΣΤΟΡΙΑ

Η επιδρομή του Ιμβραήμ στη Στυμφαλία και στην Αλέα το 1826

0

Φώτιος Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος)

ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ

Η επιδρομή του Ιμβραήμ στη Στυμφαλία και στην Αλέα

Στα χωριά της Στυμφαλίας

Κατά τον Ιούλιον μήνα, ο Ιμβραήμ εξεστράτευσεν από την Τριπολιτσάν εις την επαρχίαν Κορίνθου και φθάσας εστρατοπέδευσεν εις την θέσιν, ονομαζομένην Τρανήν Γκοριτσιάν. Εκεί έμεινεν ημέρας επτά. Το στράτευμα του όλον ήτο υπέρ τας δέκα χιλιάδες πεζικόν και ιππικόν, τακτικόν και άτακτον. Εκυρίευσεν όλον τον εκεί κάμπον και ο στρατός του εξαπλωθείς εθέρισεν όλα τα αραποσίτια. Εκείθεν ανεχώρησεν εις το χωρίον Καστανιάν και Λαύκαν, αλλά δεν κατόρθωσε να υπάγη έως εκεί διότι εμποδίσθη από τους κατοίκους, οίτινες τον εκτύπησαν κατά την θέσιν της Καταβόθρας και τον ανάγκασαν να επιστρέψη οπίσω και τοιουτοτρόπως οι άνθρωποι έλαβαν καιρόν και έφυγαν. Έπειτα δε εξαπλώθη δεξιά και αριστερά, επήγεν εις το χωρίον Ντούσια, ανέβη εις την Κυλλήνην (Ζήρειαν), βουνόν ωραίον και υψηλόν, όπου ηύρε τους βλαχοποιμένας και επήρε τα πρόβατα των και ό,τι άλλο είχαν εις τα ποιμνιοστάσια. Εκεί ηύρε προσέτι όλους τους κρυψώνας των

Ελλήνων και δεν άφηκε τίποτε.

Έπειτα δε ένα απόσπασμα καβαλλαραίων επήγεν έως του Μάρκασι, έκαψε τον Αγιώργην και κατόπιν ετράβηξε και εις τον Άγιον Βασίλειον της Κορίνθου. Δεν εδυνήθη όμως να κάμη άλλο τίποτε, παρά μόνον εις τον Αγιώργην επήρεν αιχμάλωτον την γυναίκα του Αναγνώστη Οικονόμου, γνωστού καθ’ όλην την Κορινθίαν. Αυτή είναι η γυναίκα, η οποία έβραζεν αυγά δια να φάγη ο Αρχιμανδρίτης Φλέσσας, όταν επέρασεν εκείθεν προ της επαναστάσεως πορευόμενος εις το Αίγιον. Εις δε του Μάρκασι οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν έξ-οκτώ ψυχάς, επήραν ζώα και άλλα πράγματα. Οι δε Έλληνες βοηθούμενοι από τις σπηλιές των εμπόδισαν τον Ιμβραήμ να τους καταστρέψη και να τους αιχμαλώτιση. Όλοι τότε ετρύπωσαν με τα παιδιά των μέσα εις αυτάς.

Εις δε το χωρίον Καλιάνι και αντικρύ του εκεί βράχου, είναι δύο σπήλαια, το δε μέρος τούτο ονομάζεται Άγιος Θεόδωρος και υπάρχει τω όντι και εκκλησία ομώνυμος εις την ρίζαν του βράχου. Ο βράχος αυτός είναι υψηλός και απότομος και έχει ζωνάρια. Αντίκρυ του δε κείται το χωρίον, το οποίον βλέπει εις την Άρκτον. Εις δε τον βράχον υπάρχει κλίμαξ (σκάλα) πελεκητή παλαιά και οι άνθρωποι δεν ενθυμούνται πότε έγινεν, ούτε πατροπαραδότως έχουν γνώσιν τούτου. Δια ν’ αναβαίνωσι δε εύκολα και γλήγορα επάνω εις την σπηλιάν οι Καλιανίται είχαν σχοινιά και δι’ αυτών ανέβαιναν. Οι δε Τούρκοι ηθέλησαν να τους κτυπήσουν και επλησίασαν, αλλ’ επειδή οι Έλληνες εσκότωσαν πολλούς από αυτούς, εμακρύνθησαν.

Εις δε την άλλην σπηλιάν, η οποία συνέχεται με την πρώτην και ανήκεν εις το χωρίον Ψάρι είχαν τας γυναίκας και τα παιδιά των και άλλα κινητά πράγματα και όσα ζωντανά εδύναντο να σταθούν, διότι τα άλλα τα εφυγάδευσαν εις άλλα μέρη. Τρεις ημέρας ο Ιμβραήμ επολέμησε δια να καύση αυτά τα σπήλαια, έρριψαν διαφόρους ύλας καυστικός, άναψαν φωτιάν εις τα χείλη του βράχου, έκαμαν μηχανάς με ξύλα πολλά και με ξύλα μακρά έσπρωξαν την φωτιάν δια να κλίνη εμπρός και υποκάτω του βράχου, αλλά τίποτε δεν κατώρθωσαν. Ενώ δε ταύτα εγίνοντο ο Ιμβραήμ έστεκεν αντικρύ του βράχου και κατάκαμπα και ωδήγει τον στρατόν του δια φωνών και άλλων σημείων.

Οι δε έξωθεν Έλληνες δεν εκτύπησαν πουθενά τους Τούρκους, διότι τα όπλα της Κορίνθου ήσαν τότε κατά την Βόχαν. Μόνον ο Παναγιωτάκης Νοταράς και ο Χατζή-Μιχάλης με ογδοήκοντα καβαλλαραίους ευρίσκοντο τότε εκεί, και αυτοί έτρεξαν κατά τους μύλους του χωρίου Ντούσια, και ακροβολισθέντες, εσκότωσαν ένα-δυό Τούρκους, και ούτω τους εμπόδισαν να εξαπλωθούν περισσότερον. Ο δε Παναγιώτης Κακλαμάνος, υπασπιστής του Χατζή-Μιχάλη και παλληκάρι εγνωσμένον, ανδραγάθησε και εκεί, διότι πρώτος αυτός έδειξε το καλόν παράδειγμα, τρέξας έφιππος και εμβάς μέσα εις το σώμα των Τούρκων, εκτύπα τούτους δεξιά και αριστερά και σκορπίζων αυτούς τους έφερεν εις την ενέδραν (χωσιάν), την οποίαν επίτηδες είχαν τοποθετήσει οι αρχηγοί των Ελλήνων και ούτω εσκότωσαν ολίγους τινάς εκ των Τούρκων, οίτινες φοβηθέντες, κατέστρεψαν ό,τι ημπόρεσαν και ανεχώρησαν πάλιν εις την Τριπολιτσάν δια του ιδίου μέρους της Αρμενίας, καταβάντες εις τον κάμπον του χωρίου Κακούρι και του Πικέρνι.

Στα χωριά της ” Αρμενίας” *

Όταν δε οι Τούρκοι ήλθαν και επάτησαν το βουνόν της Αρμενίας, οι Έλληνες δεν εδυνήθησαν να τους εμποδίσουν και δια τούτο πολλούς εξ αυτών αιχμαλώτισαν και επήραν πρόβατα και άλλα ζωντανά. Επήγαν μέχρι του χωρίου Σκοτεινής και έκαψαν την εκεί εκκλησίαν, αλλ’ επειδή οι Έλληνες τους ετουφέκισαν, αναγκάσθησαν να γυρίσουν οπίσω, και ούτω δεν επροχώρησαν δια να καύσουν το χωρίον Μπογιάτι. Εκεί δε ένας Τούρκος σημαντικός Κιουλεμένης καβαλλάρης εκυνήγησε τον Αθανάσιον Κουγιούρην από το χωρίον Μπογιάτι καταγόμενον, αλλ’ αυτός σταθείς υπερασπίσθη τον εαυτόν του, διότι με το όπλον του εκτύπησε τον Κιουλεμένην κατακέφαλα, όστις αμέσως έπεσε κάτω από το άλογόν του νεκρός και τοιουτοτρόπως ο Έλλην διέφυγε τον κίνδυνον. Τούτο ιδόντες οι Τούρκοι εθορυβήθησαν και έστειλαν εις τον Πασάν ζητούντες να διατάξει τον τακτικόν στρατόν να γυρίσει οπίσω, και προς εκδίκησιν να καύσουν το χωρίον Μπογιάτι. Αλλ’ ο Ιμβραήμ δεν ηθέλησε και ούτω επήραν τον νεκρόν Κιουλεμένην και επήγαν εις το χωρίον Καλιάνι όπου και τον έθαψαν.

Μετά δε την επιστροφήν των πάλιν ηθέλησαν να καύσουν το Μπογιάτι, αλλά ένας Τούρκος καβαλλάρης Τριπολιτσιώτης έτρεξεν εμπρός και είπεν εις τους κατοίκους τον σκοπόν των Τουρκαραπάδων, τους έδωκε θάρρος και τους είπε, «βαρείτε τους και μη φοβάσθε, διότι θα σας κάψουν το χωριό» και ένεκα τούτου οι Έλληνες έλαβαν θάρρος, τους επολέμησαν και τους εμπόδισαν. Μόνον τέσσερα σπίτια έκαυσαν, έκλεισαν δε και τον Παπα-Βασίλην εις την τρύπαν, την ονομαζομένην «Βέρα του Κορί», λέξεις αρβανίτικες, όστις τους επολέμησε και εσκότωσεν ολίγους, οι δε άλλοι Τούρκοι έφυγαν κυνηγημένοι από τον Παπα-Βασίλην, ο οποίος κατήγετο από το Αρκουδόρευμα της Καρύταινας. Τοιαύτα και άλλα όμοια έγιναν από τους εντοπίους Τούρκους υπέρ των Ελλήνων. Φαίνεται δε εκ τούτων, ότι οι εντόπιοι Τούρκοι εντρέποντο, διότι τους κατεφρόνουν οι ξένοι Αραπάδες και οι Γάλλοι αξιωματικοί, δια τα παθήματα των τα πρότερον και δια τούτο η φιλοτιμία των επειράζετο και οσάκις οι Έλληνες ενίκων, οι Τούρκοι οι εντόπιοι έχαιρον.

Ο Ιμβραήμ τρεις φορές επέρασε το βουνόν της Αρμενίας και επάτησε τα όρια του Αργούς κατά την Αλέαν, Φροσύναν και Μπογιάτι. Την μεν πρώτην φοράν ελαφυραγώγησεν όλη σχεδόν την Αρμενιάν και κατέβη εις το χωρίον Φροσύναν. Κατά δε τον Ιούνιον του 1826 πάλιν ελαφυραγώγησε όλην την Αρμενιάν, κατέβη έως την Φροσύναν, την Αλέαν, Τάτσι και Μπογιάτι, μικράν όμως βλάβην έκαμεν εις τους ανθρώπους, ζώα δε επήρε πολλά. Οι Έλληνες τότε εκτύπησαν τους Τούρκους κατά την θέσιν Καταβόθραν, και έκλεισαν εις τον εκεί μύλον μερικούς, οι οποίοι κατέφυγαν και εχώθησαν μέσα εις την χούρχουλην του μύλου δια να σωθούν και οι Έλληνες από την κρέμασιν του μύλου τους ετουφέκιζαν και επειδή δεν ήλθεν εις τον νουν των ν’ απολύσουν το νερόν δια να πνιγούν, υπέφεραν και ελαβώθηκαν μάλιστα και μερικοί έως να τους σκοτώσουν με τις πέτρες και ύστερον ενθυμήθησαν ότι το νερόν τους έπνιγε. Κατά δε το τέλος του μηνός Σεπτεμβρίου και αρχάς Οκτωβρίου επέρασε πάλιν την Αρμενιάν, κατέβη εις την Φροσύναν και εις τα λοιπά εκεί χωρία αρπάζων τα κτήνη και τα άλλα πράγματα, και έφθασεν έως του χωρίου Στιμάγκα, όπου αιχμαλώτισε και οκτώ ψυχές Ρουμελιώτικες.

Loutraki Festival – Nέο σύστημα κρατήσεων μέσω τηλεφώνου

Previous article

Δήμος Νεμέας: Επτά σταθμοί φόρτισης & Επτά ηλεκτρικά οχήματα για τον Δήμο

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *