ΙΣΤΟΡΙΑ

Η επιδρομή του Ιμβραήμ στο Φενεό το 1826

0

(ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΑΚΟΥ)

Η μάχη στη Γκιόζα

Πορευόμενος ο Ιμβραήμ και λεηλατών τους κατά την Κανδύλαν και το Λεβίδι κάμπους και τα χωρία, επροχώρησε και ανέβη έπειτα κατά τα Λακκώματα του χωρίου Γκιόζα. Εκεί έστησε και ετέντωσε τας σκηνάς του, αλλ’ ο τόπος δεν είχε νερόν, ούτε τροφήν δια τους ίππους και τα άλλα κτήνη του στρατού. Κατά δε την θέσιν Κορύτες ήσαν ο Γκολφίνος Πετιμεζάς και ο Νικολάκης Φραγκάκης, έχοντες υπέρ τους τριακόσιους στρατιώτας Καλαβρυτινούς, οι οποίοι ετρέφοντο από το χωρίον Γκιόζα. Ούτοι, αφού είδαν τους Τούρκους εις τον κάμπον της Κανδύλας, έφυγαν εκείθεν το βράδυ της εικοστής και ξημέρωμα της εικοστής πρώτης Ιουλίου, επέρασαν από το χωρίον, αλλά δεν είπαν εις τους Γκιοζώτες τίποτα περί του Ιμβραήμ, όστις εστρατοπέδευεν εις τα Λακκώματα.

Οι Τούρκοι ήσαν υπέρ τας δώδεκα χιλιάδες τακτικοί, άτακτοι και ιππικόν, οι δε κάτοικοι του Γκιόζα δεν ήσαν περισσότεροι των τριάκοντα ωπλισμένοι και δια πόλεμον, διότι το χωρίον είναι μικρόν. Δύο δε εκ των χωρικών ο Δημήτριος Τσεμπετσής και ο Γιαννάκης Ζαρτόρης εννόησαν, ότι δια την παράκαιρον και αιφνίδιον φυγήν των Καλαβρυτινών στρατιωτών, Τούρκοι έρχονται και αμέσως έστειλαν ένα γείτονα των να αναβή επάνω εις την κορυφήν του βουνού Κορύτες να στέκη εκεί και αν ιδή Τούρκους ερχόμενους να τους γνωστοποίηση. Επειδή δε εκεί κατέφυγαν πολλαί οικογένειαι από την Κανδύλαν, την Χοτούσαν, το Άγαλι και από άλλα κύκλω μικρά χωρία δια τον φόβον των Τούρκων, δια συμβουλής του Τσεμπετσή, όλοι ανέβησαν επάνω εις το βουνόν το λεγόμενον Μπρούμιζα. Το βουνόν τούτο έχει βραχώδη την κορυφήν και σπήλαιον απρόσιτον. Ανέβησαν δε κατά τον εξής τρόπον: Από το βράδυ άρχισαν και ολονυκτίς εκουβάλησαν τα παιδιά των, τα κινητά πράγματα και τα κτήνη των, επήραν δε και τροφάς και νερόν, αν και από κάτω από τον βράχον υπήρχε μια μικρά βρυσούλα.

Αφού δε όλοι ανέβησαν, ετοποθέτησαν τα ζώα των κάτωθεν και πλησίον της ρίζας του βράχου, έπειτα έδεσαν τα χονδρά ζώα, βόδια, άλογα και λοιπά τοιαύτα από τους θάμνους δια να μη φεύγουν και απομακρύνωνται από το βόλι του τουφεκιού. Μετά δε ταύτα ειδοποίησαν τον Παναγιωτάκην Νοταράν, τον Παπά-Νίκαν και λοιπούς οπλαρχηγούς, ευρισκομένους τότε εις το χωρίον Λαύκα, να έλθουν και αυτοί εις βοήθειάν των αλλ’ αυτοί μαθόντες ότι οι Τούρκοι έρχονται έφυγαν εκείθεν και επήγαν εις την Βόχαν της Κορίνθου και ούτω οι Γκιοζώται οι λοιποί έμειναν μοναχοί. Αφού δε ανέβησαν επάνω εις το βουνόν οι Έλληνες, οι μεν απόλεμοι άνδρες, οι γυναίκες και αυτά τα παιδία, όσα εδύναντο, μεταφέροντες πέτρας μεγάλας, όσας εδύναντο να κινήσουν, έκαμαν από αυτάς πολλούς και μεγάλους σωρούς, κατά σειράν δια να τας έχουν έτοιμους και τας κυλίσουν όλας ομού, όταν η ανάγκη ήθελε παρασταθή, ήτις μάλιστα και όλα ταύτα τα σχέδια τους εδίδαξε και ο Δ. Τσεμπετσής με τους γείτονας του και τους συγχωρίους του, όσον εδύνατο, προδιέθεσε.

Ηρωισμοί του Τσεμπετσή

Την επομένην ημέραν οι Τούρκοι όλοι έφθασαν εις το χωρίον, και μέρος αυτών αποσπασθέν ανέβη και άρχισε την μάχην με τους Έλληνας, οίτινες εσκότωσαν υπέρ τους δεκαπέντε Τούρκους και πολλούς ελάβωσαν, τους οποίους ελάμβαναν και μετέφεραν εις τον πολύν στρατόν τον εις το χωρίον υπάρχοντα. Μεταξύ των φονευθέντων ήτο ένας, όστις ωδήγει τους άλλους εις την έφοδον κατά των Ελλήνων και επροχώρει πολύ από τους λοιπούς. Τούτον ιδιόν ο Τσεμπετσής τους εφώναξε και του είπε:

– Βρε Τούρκο! Σε τρώγει το αίμα σου! Τραβήξου απ’ εδώ και άιντε στην δουλειά σου και μη μας φορτώνεσαι!…

Ο Τούρκος όμως δεν ετράβα χέρι, νομίζων ότι ήθελε πλησιάσει και ήθελεν αναγκάσει τους Έλληνας να διασκορπισθούν. Τότε ο Τσεμπετσής κατέβη εις το έμβασμα του βράχου και μέσα από το δάσος τον επλησίασε, τον ετουφέκισε και τον εσκότωσεν. Οι δε άλλοι Τούρκοι επήραν τον νεκρόν τους και τον έφεραν κάτω όλοι εις το χωρίον. Φαίνεται, ότι αυτός ήτο επίσημος Τούρκος και παλληκάρι, διότι όλοι τον έκλαυσαν και τον ελυπήθησαν. Το δε σώμα του το μετέφεραν εις την Τριπολιτσάν και εκεί το έθαψαν.

Τούτων δε γενομένων, ο Ιμβραήμ, ο οποίος έστεκε ξέμακρα και ωδήγει τον στρατόν, αμέσως διέταξε να συναθροισθούν όλοι εις την αντικρύ της σπηλιάς λακκούλαν, όπου τους εχώρισεν, έβαλε τους δυνατότερους εις τάξιν και τους έκαμε στοίχους, έκαστος δε στοίχος είχε πεντήκοντα στρατιώτας. Αφού δε τοιουτοτρόπως τους διέταξε, τους εκίνησεν ορθίους και όλους ομού δια να κάμουν έφοδον κατά της σπηλιάς, η οποία έχει μεγάλον μέτωπον και είναι δύσβατος και όστις δεν γνωρίζει την ανάβασίν της, δύσκολα ευρίσκει το μονοπάτι, το οποίον φέρει εις αυτήν δια του δάσους και φθάνει έως την ρίζαν του βράχου.

Ο Τσεμπετσής, ο οποίος ωδήγει τους Έλληνας, ιδών τους Τούρκους αναβαίνοντας, διέταξε τους ολίγους ιδικούς του, οίτινες εδύναντο να πολεμήσουν, να μη τολμήση κανείς και τουφεκίση, προτού οι απόλεμοι άνδρες, αι γυναίκες και τα παιδία, οίτινες ήσαν υπέρ τους οκτακόσιους, κυλίσουν τις πέτρες. Και τούτο εγένετο. Αφού δε οι Τούρκοι επροχώρησαν αναβαίνοντες, ο Τσεμπετσής εφώναξε:

– Τώρα είναι καιρός, κυλίστε τις πέτρες!…

Τότε αμέσως άρχισαν να κυλίουν αυτάς και κάθε μία πέτρα κυλιομένη εκτύπα και αυτή άλλας πέτρας, αι οποίαι ετύχαναν έμπροσθεν της ορμής της και ούτως η μία εκτύπα την άλλην και τόσον πολλαί ήσαν αι κυλιόμεναι πέτραι, ώστε έγινε ­­­­­κρότος δυνατός και πολύς και εις όλους εφάνη, ότι όλος ο βράχος εξερριζώθη και εκυλίετο. Αι δε πέτραι ούτω μετά πολλής ορμής καταφερόμεναι και πηδώσαι επήραν εμπρός τους Τούρκους και τους ετσάκισαν τα πόδια και τα τουφέκια των. Όλος ο τακτικός στρατός διέλυσε την τάξιν του και εδόθησαν εις άτακτον φυγήν. Μετά τούτο αμέσως άρχισε και ο πόλεμος του τουφεκίου και τοιουτοτρόπως οι Τούρκοι απελπισθέντες ετραβήχθησαν όλοι κα ικατέβησαν εις τον χωρίον.

Αφού δε οι πολλοί Τούρκοι έφυγαν εκείθεν, έμειναν εξ αυτών κάτωθεν του βράχου ολίγοι εντόπιοι Μοραΐται, οι οποίοι εγνώριζαν την ελληνικήν γλώσσαν και τον Δημήτριον Τσεμπετσήν. Προς τούτον δε εφώναξαν και τους είπαν: «μπέσα για μπέσα», έπειτα εζήτησαν να του ομιλήσουν, και του είπαν:

– Εμείς, βρε Δημήτρη, είμεθα γειτόνοι Κορίνθιοι, Τριπολιτσιώται, Λαλαίοι και Μπαρδουνιώται! Είμεθα σαν αδελφοί και από ένα χώμα  η πίστις μας χωρίζει! Ελάτε να προσκυνήσετε, να γλυτώσωμεν και εμείς και σεις από τους Αραπάδες, να ζήσωμεν μαζύ και να μη σκοτωνώμεθα άδικα  και μην ακούτε τους τρανούς σας!

Ταύτα του είπαν. Ο δε Δημήτρης τους απεκρίθη:

– Εγώ έλεγα, ότι θα μου ειπήτε τίποτε λόγια φρόνιμα! Εσείς να προσκυνήσετε εις εμάς! Εμείς δεν τρώμεν τώρα πλέον ψωμί μαζύ! Άιντε στην δουλειάν σας, διότι θα σας τουφεκίσω!…

Αφού είπε ταύτα ο Τσεμπετσής ένας εξ αυτών του είπε:

– Βρε Δημήτρη, μη με τουφεκίσης, αλλά σε παρακαλώ, ρίξε το τουφέκι του Ζέκιου να το ακούσω!…

Ο Τσεμπετσής το έρριψε και έπειτα ο Τούρκος του είπε:

– Φίλησε το από με, και με ‘γεία σου!…

Το τουφέκι αυτό ήτο Τούρκου παλληκαριού και συγγενούς τούτου, του παρακαλέσαντος να το ρίξη, και ο οποίος είχε φονευθή εις το Λεβίδι. Κατόπιν άλλος πάλιν Τούρκος ερώτησε τον Τσεμπετσήν:

– Αμή δεν έχεις και το τουφέκι του Χουσεΐνη; Εσείς τον εσκοτώσατε και αυτόν εις το Λεβίδι! Αί! τι το θέλεις αυτό;

– Το θέλω να το ρίνω!… απεκρίθη ο Τσεμπετσής. Ο δε Τούρκος του είπεν:

-Έχετο, καϋμένε, και μη το δώσης εις άλλον!…

Και ο Τούρκος αυτός ήτο συγγενής του Χουσεΐνη, φονευθέντος και αυτού ωσαύτως εις το Λεβίδι. Μετά δε ταύτα όλοι αυτοί οι Τούρκοι είπαν εις τους περί τον Τσεμπετσήν: «Έχετε γειά, και καλήν μας αντάμωσιν», και έπειτα κατέβησαν εις το χωρίον, έβαλαν φωτιά εις όλα τα σπίτια και έπειτα ανεχώρησαν εις Τριπολιτσάν. Οι δε Έλληνες ιδόντες τον καπνόν έτρεξαν κάτω και άρχισαν να σβύνουν την φωτιά εις τα σπίτια των. Εκεί έπιασαν ένα Τούρκον, όστις παρέμεινε διότι ήτο προσηλωμένος να κάψη το σπίτι, εις το οποίον έβαλε φωτιά και δεν έπιανε. Τον Τούρκον τούτον απέστειλαν εις τον Παναγ. Νοταράν, ο οποίος είχε στείλει εκεί τον γραμματοκομιστήν του δια να μάθη τι απέγιναν οι Γκιοζώται και τα λοιπά των άλλων χωρίων γυναικόπαιδα, ο δε Νοταράς παραλαβών τον Τούρκον έδωκε δύο φλωριά και κάμποσα δεκάρια φουσέκια εις τους ανθρώπους, οι οποίοι τον έφεραν και τον παρέδοσαν.

Οι δε Τούρκοι ενόσω εγίνετο η μάχη εις του Γκιόζα δεν επροχώρησαν πέρα του χωρίου αυτού και τούτο διότι η λίμνα του κάμπου του Φονιά ήτο γεμάτη και δεν είχαν τόπον να περάσουν εκείθεν πολλοί και μόνον έως οκτώ ιππείς άκρην την άκρην περάσαντες επήγαν εις τα Καλύβια του Φονιά και εις την Ζιβίστραν και κάψαντες εκεί μόνον το σπίτι του Αντώνη Μπιλιάρη, και όχι άλλο, και φονεύσαντες και έναν άνθρωπον, εγύρισαν πάλιν οπίσω διότι ο λεγόμενος Κουτσοζήσιμος εφώναξεν από επάνω:

– Εβγάτε καπεταναίοι να σκοτώσετε τους Τούρκους!

Τούτο μετεχειρίσθη ως τέχνασμα, το οποίον οι Τούρκοι ενόμισαν ως αληθινόν και εφοβήθησαν. Τα δε χωρία των Κλουκινιωτών, μαθόντα την πλησίασιν του Ιμβραήμ εις του Γκιόζα, όλα εσκορπίσθησαν και επήγαν εις άλλα μέρη της επαρχίας Καλαβρύτων. Ο δε Ιμβραήμ αφού αιχμαλώτισε πολλούς ανθρώπους, και εσύναξε και έως δέκα χιλιάδες αιγιδοπρόβατα και ολίγα βόδια και άλογα, χόρτον και πολύ δια τα κτήνη, και δεμάτια γεννημάτων από τον κάμπον της Χοτούσας, Κανδύλας και του Λεβιδίου, επανήλθεν εις Τριπολιτσάν. Τοιούτον τέλος έλαβεν η εκστρατεία αύτη κατ’ εκείνα τα μέρη.

Ο Στέφανος Μίλλερ κληροδότησε όλη του την περιουσία σε κοινωφελές ίδρυμα. Ποιοι είναι οι σκοποί του ιδρύματος.

Previous article

Επιστροφή Βασίλη Παπουτσή στον Παννεμεατικό

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *