ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Πρέπει να ξαναορίσουμε την “κανονικότητα”»

0

«Μπαρτόλο» με «Φίγκαρο» τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο στην παράσταση στο «Ακροπόλ», ο καλός ηθοποιός προτιμά την πράξη από τη θεωρία, αμφισβητεί την υπάρχουσα εννοιολόγηση της «κανονικότητας», μιλάει για το ελληνικό #ΜeToo και ορίζει την ευθύνη της γενιάς του.

Το γεγονός ότι ένα έργο που γράφτηκε τον 18ο αιώνα είναι πιο σύγχρονο και από σύγχρονο δεν είναι και κάτι σπάνιο. Εξαιρετικοί συγγραφείς ήξεραν να γράφουν υπερβαίνοντας τον χρόνο, και τα έργα τους ανήκουν στο κλασικό ρεπερτόριο ακριβώς για τη διαχρονικότητά τους.

Το να είναι, όμως, ένα έργο γραμμένο από έναν (κατ’ ουσίαν) τυχοδιώκτη, που (ουσιαστικά) περιγράφει τον εαυτό του, αυτό να γίνεται τεράστια επιτυχία ενώ γράφεται και μετά να γίνεται όπερα (με τον Ροσίνι στη σύνθεση!) και τελικά, όταν το παρακολουθείς τέσσερις αιώνες μετά, να έχεις πλήρως την αίσθηση ότι περιγράφει τη δική σου, προσωπική καθημερινότητα, ε, αυτό πώς να το χαρακτηρίσουμε; Σπάνιο; Απίστευτο; Υπέροχο;

Ο Μπομαρσέ έγραψε τον «Κουρέα της Σεβίλης» το 1775 και το 1816 έγινε η πρεμιέρα της όπερας του Ροσίνι στο Teatro Argentina, στη Ρώμη. Το φθινόπωρο του 2021, ύστερα από μια λαμπρή πορεία αιώνων, το έργο ανέβηκε στο θέατρο Ακροπόλ, σε μία μεγαλειώδη παραγωγή, με δεκαπενταμελή θίασο (ανάμεσά τους ακροβάτες και μουσικοί επί σκηνής) σε σκηνοθεσία Σοφίας Σπυράτου και πρωταγωνιστές τους Βασίλη Χαραλαμπόπουλο (Φίγκαρο), Φάνη Μουρατίδη (δόκτορα Μπάρτολο), Νίκη Βακάλη (εξαιρετική στον ρόλο της Ροζίνας), Γιώργο Συμεωνίδη, Ρένο Ρώτα κ.ά. Πέρα από τις ερμηνείες (ακόμα και οι χορευτές συνδράμουν υποκριτικά στην παράσταση – ξεχωρίσαμε τον Γιάννη Σμέρο, έναν ακροβάτη που φαίνεται πως βιώνει πραγματικά, σωματικά και ψυχικά, κάθε λεπτό του έργου), τα υπέροχα κοστούμια και σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη και φυσικά τους ικανότατους μουσικούς (Μιλτιάδης Παπαστάμου, Μαρίνος Γαλατσινός, Φοίβος Ζήτης, Αλέξανδρος Κασάρτζης), αν κάτι πραγματικά μας κέρδισε είναι οι διάφορες, μικρές, πανέξυπνες (εντελώς Μπομαρσέ!) ατάκες που συνδέουν το τότε με το τώρα και «γεννήθηκαν» κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Μάλιστα, σε κάθε παράσταση, σχεδόν, ακούγεται και κάτι νέο. Ωστόσο, είναι ένα ζήτημα το πώς ένα έργο τόσων αιώνων πριν, φτάνει στο σήμερα και το περιγράφει σαν να μιλάει για το αύριο! Ο Φάνης Μουρατίδης, καταξιωμένος ηθοποιός σε ρόλους κωμικούς και δραματικούς, μας εξηγεί αυτό το «πώς». Παράλληλα, συζητάμε και για το #MeToo, καθώς η επίσης εξαιρετική ηθοποιός Αννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, που είναι και η σύντροφός του, «πρωταγωνιστεί» και σε αυτό το κίνημα, με καταγγελίες σοβαρές, και μία δίκη που πρόκειται να γίνει σε λίγες εβδομάδες.

● Να ξεκινήσω λέγοντας «καλησπέρα σας από την κανονικότητα»;

Κατ’ αρχάς, επιστρέψαμε στο θέατρο, ναι. Επιτέλους. Αρχικά ένιωσα μια αμηχανία, αυτή που έχεις όταν είσαι ερωτευμένος με μια κοπέλα που έχεις καιρό να τη δεις και μιλάτε μόνο με γράμματα (είμαι και της παλιάς σχολής βλέπεις!).

Η αμηχανία έγινε αγωνία αν ακόμα είσαι ικανός να αποδόσεις ως καλλιτέχνης, αλλά τελικά πάνω στη σκηνή όλα αυτά σβήνουν. Ωστόσο, φυσικά και δεν έχουμε επιστρέψει σε καμία κανονικότητα! Αυτή είναι η κανονικότητά τους; Για ποια επιστροφή μιλάμε και σε τι; Με νεκρούς καθημερινά, προβλήματα και φόβο; Δεν είναι επιστροφή στην κανονικότητα, ούτε επιστροφή σε μια κατάσταση καταπληκτική. Οταν εγώ μιλάω για «επιστροφή» εννοώ στο θέατρο και μόνο: ξανασυναντηθήκαμε με το κοινό. Για να πούμε μια ιστορία, για να φτιαχτεί μια θερμοκρασία, για να βρούμε λίγο πάλι τον τρόπο που εμείς επικοινωνούμε με το κοινό. Εως εκεί. Δεν είναι λίγο: αυτή η αλληλεπίδραση είναι λυτρωτική εκατέρωθεν. Ωστόσο, πέρα από αυτό, δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει αύριο. Ακόμα δεν ξέρουμε!

● Σε τι θα θέλαμε να «επιστρέψουμε» πιστεύετε; Στο να μπορούμε απλά να βγαίνουμε και πάλι για καφέ;

Θα μιλήσω μόνο για τη δουλειά μου. Οχι για να αποφύγω κάτι, αλλά γιατί η πολιτική μου στάση είναι η πράξη μου, όχι η θεωρία μου. Δεν είναι να λέω τις απόψεις μου γενικά: έχω βαρεθεί ν’ ακούω απόψεις ανθρώπων που λένε πράγματα και αμέσως μετά βρίσκουν έναν πολύ ωραίο τρόπο να δικαιολογήσουν το γιατί δεν τα κάνανε. Και αυτό είναι κάτι που μας τυραννάει πάρα πολλά χρόνια. Εγώ δεν μπορώ να συμμετέχω σ’ αυτό το «παιχνίδι», γιατί είμαι άνθρωπος της πράξης και όχι των λόγων.

Σε ό,τι αφορά το θέατρο, λοιπόν, για μένα είναι πράξη. Και Κατοχή να είχαμε, πάλι θα ήθελα να κάνω τη δουλειά μου, να επικοινωνώ με τον κόσμο μέσω της τέχνης μου. Γι’ αυτό και δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει κανονικότητα κι αν ζούμε σε μια κανονική ροή. Με ενδιαφέρει να βρω τη «ρωγμή». Οπουδήποτε κι αν τη βρω, εγώ θα πω την ιστορία! Αυτή είναι η δουλειά μου: να λέω ιστορίες.

● Τι σας ανησυχεί περισσότερο απ’ όσα συμβαίνουν;

Δεν θα αναφερθώ σε «μεγάλα αφηγήματα»· θα μιλήσω για την καθημερινότητα: κλειστήκαμε όλοι μέσα και τα πάντα γίνονταν και γίνονται μέσα από μια οθόνη. Πιο πολύ με απασχολεί που ακούω (και νέους) να λένε «δεν θέλω να πάω στην τράπεζα, θα το κάνω online», παρά να ορίσω την κανονικότητα. Δεν ορίζεται, γιατί δεν ξέρω ποιο είναι το κανονικό! Ζω σε ένα μεταβατικό στάδιο, το οποίο δεν έχει δείξει ακόμα το πραγματικό του πρόσωπο. Κι αυτό, πίστεψέ με, δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με την έννοια της πολιτικής, έτσι όπως εμείς την καταλαβαίνουμε. Εχει να κάνει με την έννοια της εξέλιξης και ό,τι αυτό σημαίνει.

Για παράδειγμα, εγώ γουστάρω να πηγαίνω στην τράπεζα, δεν θέλω να κάνω e-banking. Μου αρέσει να είμαι στην ουρά, να ακούω τους ανθρώπους, να μιλάω μαζί τους. Πολιτικά, λοιπόν, θέτω αυτό: η απομόνωση είναι μεγάλη παγίδα. Γιατί επαναπροσδιορίζεσαι (και ως πολιτικό ον) με βάση την απομόνωση. Καταλαβαίνουμε πόσο επικίνδυνο είναι αυτό;

● Ωστόσο, κάποιοι ακόμα τολμούν να «είναι» σε αυτό το «μαζί» που περιγράφετε.

Και βέβαια! Και ευτυχώς! Το να έρχεται ο άλλος στο θέατρο, για παράδειγμα, μέσα στον τόσο φόβο που υπάρχει, το θεωρώ μεγάλη υπόθεση. Είναι τόλμη! Καταθέτεις εκείνη τη στιγμή μια πράξη πολύ σπουδαιότερη από το ότι πας απλά σε μια παράσταση. Αυτή η ζωντανή αλληλεπίδραση είναι που μας καθορίζει και μας εξελίσσει πραγματικά. Αλλά θέλει τόλμη και θάρρος και κότσια: εύκολα, ας πούμε, γράφει κάποιος την άποψή του στο διαδίκτυο ή κατηγορεί ή βρίζει. Δεν ξέρω, όμως, αν με είχε μπροστά του, αν θα τα έλεγε έτσι. Αυτό το «δίχως πρόσωπο» δίνει βήμα στον οποιονδήποτε να γίνει ο μόνος σωστός, σημαντικός κ.λπ. Αυτά είναι τα επικίνδυνα και όχι όλα τα άλλα… Χάσαμε τις πραγματικές διαστάσεις, με την πανδημία. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.

● Ταυτόχρονα, μέσα στην πανδημία, κάποια γεγονότα έλαβαν επιτέλους τις πραγματικές τους διαστάσεις. Μιλάω για το ελληνικό #ΜeToo, στο οποίο έχετε κατά κάποιο τρόπο και προσωπική εμπλοκή.

Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα και φυσικά με αφορά και προσωπικά. Και το θεωρώ πάρα πολύ σοβαρό, γιατί, επιτέλους, μετά πάρα πολλά χρόνια, ο κόσμος αρχίζει και μιλάει. Και πέφτουμε ξαφνικά από τα σύννεφα, διότι ακούμε πάρα πολλές κακοποιημένες γυναίκες και λέμε «τι έγινε ξαφνικά;». Μα δεν έγινε ξαφνικά! Απλά οι άνθρωποι βρίσκουν το κουράγιο, τη δύναμη, κατανοώντας ότι πλέον είναι μια άλλη εποχή, να μιλήσουν, να πουν αυτά που έχουν περάσει, τους εφιάλτες που έχουν ζήσει, και το τι έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια.

Οτι έρχεται μια νέα εποχή και ότι πρέπει ν’ αρχίσουμε σιγά σιγά σε αυτή τη νέα εποχή να εναρμονιστούμε, να δούμε λίγο διαφορετικά τα πράγματα, ν’ αφήσουμε πίσω τις παλιές προκαταλήψεις, τις παλιές έννοιες των ρόλων (και στη ζωή και στο θέατρο και στην εργασία και παντού!). Το «έλα μωρέ, έτσι γίνεται», το ακούμε συχνά, όχι γιατί ήταν φυσιολογικό αυτό το «έτσι», αλλά γιατί κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό το «γίνεται»! Κάποτε το να σε δέρνει ο δάσκαλος (προσωπικά το έχω ζήσει) ήταν φυσιολογικό. Κανονικό, δηλαδή. Ερχόμαστε λοιπόν και πάλι στην κανονικότητα. Ποια κανονικότητα; Ενα λεπτό λοιπόν: η κανονικότητα πρέπει να ξαναοριστεί!

● Μάλιστα, στην «κανονικότητά» τους, ευαλωτότητα σημαίνει αδυναμία. Την οποία τη συνδέουν κυρίως με τη γυναίκα!

Εδώ θεωρούμε ακόμα και την ευγένεια αδυναμία! Οταν είναι κάποιος ευγενής και σε σέβεται, εμείς λέμε «έλα μωρέ τώρα, το γατάκι». Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι είναι πολιτισμός, ρε φίλε. Οτι αυτός είναι άνθρωπος κι εσύ δεν είσαι! Υπάρχει μεγαλύτερο κομπλιμέντο από το να πούμε πως «αυτός είναι άνθρωπος»; Για μένα, δεν υπάρχει. Οσο για τη γυναίκα και τις κακοποιητικές συμπεριφορές… Δεν θα μιλήσω για τη δική μου γυναίκα, για την Αννα Μαρία, γιατί εκείνη είχε το θάρρος και μπήκε και μετέχει σε όλο αυτό, και όχι εγώ. Θα πω μόνο πως τόσο εγώ όσο και τα παιδιά της είμαστε περήφανοι για την ίδια και είμαστε εκεί. Δίπλα της. Πέρα από αυτό, το να «δείξεις» το τραύμα σου θέλει μεγάλο κουράγιο.

Κατανοώ και όσους δεν μιλάνε για ό,τι τους συνέβη, αλλά θα τους πω πως πάντα υπάρχει το περιθώριο να μιλήσουν. Πως αν δεν βγάλεις από πάνω σου τον φόβο, θα σε βουλιάξει σε βάθος χρόνου. Και θα βουλιάξει και το περιβάλλον σου. Οσο δε για το θέατρο, τα στερεότυπα και οι στερεοτυπικές συμπεριφορές πάνε πίσω στον χρόνο. Κάποιος θεωρούνταν (αν δεν θεωρείται και ακόμα) «γοητευτικός» και «σπουδαίος» επειδή είναι sui generis. Τι σπουδαίος, ρε φίλε; Επειδή ανεβαίνεις στο σανίδι ή βγαίνεις στην τηλεόραση; Μια δουλειά κάνεις, όπως ο γιατρός ή ο υδραυλικός. Ακούω: «Μα είναι ταλαντούχος». Τι ταλαντούχος; Το θέμα είναι να είσαι μάστορας! Να παιδευτείς με την τέχνη σου και να είσαι και άνθρωπος! Για μένα, ο σπουδαίος καλλιτέχνης είναι πρώτα σπουδαίος άνθρωπος και μετά σπουδαίος καλλιτέχνης.

● Και με αυτή την ατάκα, σε πάω στο έργο του Μπομαρσέ. Που είναι ο ίδιος ο Φίγκαρο. Που έκανε αυτό που λες: το βίωμα, πράξη. Και τέχνη. Στην παράσταση έχετε βάλει και πολλά σημερινά στοιχεία στο κείμενο, που λυτρώνουν…

Αυτή ήταν η πρόταση: να γίνει μια μεγάλη παραγωγή που να είναι αξιώσεων, να ’ρθει ο κόσμος και πραγματικά να αποσυμπιεστεί, να χαρεί μαζί μας, να ξεχαστεί και να έρθει κοντά σε εκείνα από τα οποία έχει απομακρυνθεί. Αλλά μη θεωρείς πως το «να ξεχαστεί» κάποιος είναι κάτι απλό ή λίγο. Αν ξεχαστείς από την πραγματικότητά σου και επανέλθεις μετά, τη βλέπεις με άλλο μάτι. Κι αυτό είναι που σου δίνει τη δυνατότητα να βρεις λύση εκεί που έβλεπες μόνο αδιέξοδα…

Προσωπικά, αυτή τη διαδικασία της δουλειάς μας τη θεωρώ μαγική… Οπως μαγική θεωρώ και τη στιγμή που όλο αυτό το κοινό γίνεται ένα σώμα, μ’ έναν παλμό. Και με έναν ωραίο τρόπο αποκτούμε όλοι μας μια συνενοχή. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι ότι είμαστε μαζί. Αυτό το «μαζί» με κάνει και ονειρεύομαι. Αλλιώς, δεν μπορώ να ονειρευτώ. Και με κάνει να ελπίζω, δηλαδή να βρίσκω δύναμη να δρω! Εγώ μόνος μου, με την πάρτη μου, δεν μπορώ να είμαι… Αυτή είναι και, αν θέλεις, η πολιτική μου ιδεολογία. Πολιτική, όχι κομματική.

Με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο
 

● Ονειρεύεσαι, ελπίζεις και ερωτεύεσαι κιόλας. Στο έργο, αν και ο γερο-Μπαρτόλο που ενσαρκώνεις είναι ένα μισητό πρόσωπο, στο τέλος γίνεται τραγικό. Κλαίει για τον έρωτά του, κι ας χρησιμοποιούσε την εξουσία του για να τον κερδίσει.

Πράγματι, στο φινάλε φαίνεται πως είναι αλήθεια ερωτευμένος. Κι αυτό είναι επιλογή δική μας. Μια παρέμβαση που κάναμε εμείς στο έργο. Ακριβώς για να αναδείξουμε πως στ’ αλήθεια, όλοι την εξουσία μεταχειρίζονται εν τέλει: και ο κόμης (που κερδίζει τελικά τη Ροζίτα), καθώς είναι ανώτερος κοινωνικά από τον Μπαρτόλο, και ο δικαστής που τα αλλάζει, πηγαίνοντας με τον ισχυρότερο κ.λπ. Αυτό κάνει ουσιαστικά ο Μπομαρσέ (και χρησιμοποιεί τον Φίγκαρο γι’ αυτό): καταδεικνύει την υποκρισία της εξουσίας. Και το κάνει με έναν απίστευτα (φαινομενικά) αφελή και χαριτωμένο τρόπο. Διασκεδαστικό και ταυτόχρονα σοβαρό.

● Και το κάνει με έναν κατεργάρη, τον Φίγκαρο. Τελικά, ένας κατεργάρης αρκεί;

Νομίζω ότι αυτό που θέλουμε (σχεδόν ακουμπάει στο συλλογικό ασυνείδητο αυτό) είναι αυτόν τον ένα, που θα τα ανατρέψει όλα. Και τον περιμένουμε, αλλά δεν βλέπει κανείς τον εαυτό του ως αυτόν τον ένα – τον βλέπει πάντα σαν κάτι που θα ’ρθει απ’ έξω. Να σου θυμίσω πως την εποχή των μνημονίων ψάχναμε τους διανοούμενους; Μπας και μας σώσουν; Ασε που μπορεί να εμφανιστεί ο κάθε κατεργάρης σαν σωτήρας.

Το θέμα είναι αυτόν τον κατεργάρη να τον δούμε σε μας. Οχι με την έννοια του λαμόγιου, αλλά τον κατεργάρη που θα νοιαστεί, θα δράσει για το κοινό καλό. Που δεν θα πει, όπως ακούγεται στην παράσταση, πως «ο κύριος έχει ακλόνητα επιχειρήματα την τσέπη του»! Αλλά θα μπει σε μια συλλογική προσπάθεια, πέρα από μικρότητες, ενώ ταυτόχρονα θα κάνει και το καλύτερο που μπορεί ως μονάδα. Και να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα – όχι μόνο τα δικά μας «εικονίσματα». Π.χ., φυσικά και το θέμα είναι πόσους νεκρούς έχουμε. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και πώς πεθαίνουν αυτοί οι άνθρωποι: μόνοι τους! Υπάρχει κάτι πιο σκληρό από αυτό, να πεθαίνεις μόνος; Ή κάτι πιο μεγαλειώδες από το να πεθαίνεις σε ένα περιβάλλον αγάπης;…

Πιστεύω ότι έρχεται μια νέα εποχή. Δεν ξέρω αν έρχεται μια επαναστατική αλλαγή, αλλά κάτι νέο έρχεται και είμαι πολύ αισιόδοξος γι’ αυτό. Αλλά θέλει προσοχή! Οπως κάθε τι καινούργιο, έχει πολύ μεγάλη σημασία το πώς θα το διαβάσουμε. Γιατί αν το διαβάσουμε και αυτό λάθος, θα ξαναφέρουμε μια απ’ τα ίδια. Θέλει προσοχή· και θέλει προσοχή και από τη γενιά μου. Επιμένω σε αυτό, ακριβώς γιατί αυτή η γενιά θα καθορίσει το μεταβατικό στάδιο έως την αλλαγή, που θα τη φέρει η επόμενη. Αρα από εμάς χρειάζεται προσοχή.

Το υπέροχο σπίτι του Πάτρικ Λη Φέρμορ στην Καρδαμύλη και η ιστορία του

Previous article

Το Κιάτο θρηνεί

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *