Βρέθηκε στην κατοχή του Ιδρύματος Νομπέλ και επιστράφηκε στην Ελλάδα
Δύο Ελληνες ειδικοί ταξίδεψαν στη Στοκχόλμη ώστε να βεβαιωθούν ότι επρόκειτο όντως για το μυκηναϊκό κτέρισμα. Στη συνέχεια η πρεσβεία μας ανέλαβε να φέρει εις πέρας το πολιτικό σκέλος της διεκδίκησης.
Κλείνοντας τα μάτια μπορούσα να τον φανταστώ. Εναν Μυκηναίο τεχνίτη στην Ιαλυσό της Ρόδου, το 1200 π.Χ., σκυμμένο πάνω στο αμόνι, με το μέτωπο συνοφρυωμένο από την ένταση, κάθιδρο από τη φωτιά που έκαιγε συνεχώς δίπλα του. Θα κρατούσε στα χέρια του εργαλεία από χαλκό και ελαφαντοστό παλεύοντας να χαράξει δύο σφίγγες πάνω σε μια μικροσκοπική επιφάνεια ενός χρυσού σφραγιδόλιθου. Απίθανη λεπτοδουλειά που για να γίνει σωστά θα έπρεπε να είχαν προηγηθεί πολλές μελέτες σε κερί ή σε ξύλο σε πολύ μεγαλύτερο μέγεθος ώστε ο μάστορας να έχει πρώτα εξοικειωθεί απόλυτα με τις αναλογίες του σχεδίου.
Κανείς δεν μπορεί να μας πει αν ήταν δούλος ή ελεύθερος, σίγουρα όμως πρέπει να εργαζόταν υπό την «σκέπη» του τοπικού ανώτατου άρχοντα, όπως συνέβαινε εκείνη την περίοδο. Το δημιούργημά του κατέληξε κτέρισμα στον τάφο κάποιου επιφανούς ανθρώπου, πιθανότατα άνδρα. Ενα αντικείμενο κύρους που θα τον συνόδευε στο τελευταίο του «ταξίδι» από την Ιαλυσό των Μυκηναίων στην αιωνιότητα. Αντί όμως να παραμείνει στο βαθύ σκοτάδι του τάφου, ταξίδεψε μέσα στις εποχές και από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη. Μια ολόκληρη οδύσσεια που το έφερε από την αρχαία Ρόδο στη σύγχρονη Σουηδία.
Μου φαινόταν σαν θαύμα πως τρεις χιλιετίες και 200 χρόνια μετά, αυτό το λεπτεπίλεπτο δαχτυλιδάκι βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου μέσα σε ένα λευκό χάρτινο κουτάκι. Ηταν ακουμπισμένο σε ένα τεράστιο δρύινο τραπέζι, όπου γίνονται οι συνεδριάσεις στο Ιδρυμα Νομπέλ της Στοκχόλμης, υπό το ρομαντικό και ονειροπόλο βλέμμα της προσωπογραφίας του ιδρυτή του, Αλφρεντ Νομπέλ. Σκέφτηκα πως πιθανότατα σε αυτή τη σάλα ακούγονται για πρώτη φορά τα ονόματα των νικητών –των πλέον επιφανών προσώπων για τη σημερινή ανθρωπότητα– προτού ανακοινωθούν επισήμως τα βραβεία.
Το δαχτυλίδι είχε τη δική του μοίρα, σαν να του άρεσε να είναι πάντα κοντά σε μορφές σημαντικές και με έναν απολύτως λοξό τρόπο το κατάφερε ανά τους αιώνες. Λίγη ώρα αφότου το αντίκρισα για πρώτη φορά, ο εκτελεστικός διευθυντής του Ιδρύματος Νομπέλ, ο Νορβηγός Βίνταρ Χέλγκεσεν το παρέδωσε στα χέρια της Ελενας Βλαχογιάννη από τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, η οποία το παρέλαβε για λογαριασμό του υπουργείου Πολιτισμού με την έφορο Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου Μάνια Μιχαηλίδου. Σε μερικά 24ωρα, θα επέστρεφε στη γενέτειρά του τη Ρόδο για να εκτίθεται μόνιμα εκεί.
Πώς όμως το αντικείμενο βρέθηκε να εκτίθεται στο Μεσογειακό Μουσείο της Στοκχόλμης υπό την ιδιοκτησία του Ιδρύματος Νομπέλ; Αν είχε λαλιά θα μπορούσε να μας διηγηθεί την πιο συναρπαστική ιστορία με ευτυχισμένο μάλιστα τέλος. Υστερα από πολλούς αιώνες που ήταν θαμμένο ξαναείδε το φως του ηλίου το 1927 σε μια ανασκαφή στα ιταλοκρατούμενα τότε Δωδεκάνησα. Τη σκαπάνη κρατούσε ο επικεφαλής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Τζούλιο Τζάκοπι, που έστρεψε την έρευνά του στη μυκηναϊκή νεκρόπολη της Ιαλυσού. Εκεί, στον θαλαμοειδή τάφο με αριθμό 61, βρέθηκαν δεκάδες κτερίσματα και ανάμεσα σε αυτά και το περίφημο δαχτυλίδι.
Το 1933 στην ετήσια αρχαιολογική έκθεση της Σχολής, δημοσιεύθηκε επιστημονικό άρθρο με σχέδια, φωτογραφίες των κτερισμάτων και περιγραφές, αδιάψευστο τεκμήριο για την ύπαρξη και την αυθεντικότητά του. Το 1940 ορισμένα πολύτιμα αρχαιολογικά εκθέματα έφυγαν από τα Δωδεκάνησα για να παρουσιαστούν σε αρχαιολογική έκθεση των «ιταλικών αποικιών» στη Νάπολη και δεν ξαναγύρισαν στην Ελλάδα. Τα διεκδίκησε και τα έφερε πίσω ο καθηγητής Μαρινάτος μεταπολεμικά. Το δαχτυλίδι δεν ανήκε σε αυτή την ομάδα, είχε όμως κάνει φτερά.
Η εξαφάνιση κιβωτίων
Από το 1940 έως και το 1975, τα ίχνη του δαχτυλιδιού από την Ιαλυσό είχαν εξαφανιστεί. Ωσπου το εντόπισε στη Στοκχόλμη ο Σουηδός αρχαιολόγος Στιρένιους.
Φαίνεται πως ένας εκ των εργαζομένων στην Ιταλική Σχολή πρέπει να είχε εμπλακεί στην εξαφάνιση κιβωτίων με χρυσά αντικείμενα και νομίσματα από τη Ρόδο κατά τον πόλεμο. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος αν επρόκειτο για εκείνον, αλλά ήταν το πρόσωπο που συγκέντρωσε τις υποψίες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους ναζί. Σημασία είχε ότι από το 1940 έως και το 1975 τα ίχνη του δαχτυλιδιού είχαν εξαφανιστεί εντελώς. Ωσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ο τότε έφορος Δωδεκανήσων, καθηγητής Χρίστος Ντούμας έλαβε μια επιστολή από τον Σουηδό φίλο του, αρχαιολόγο Καρλ Γκούσταβ Στιρένιους. Ο τελευταίος είχε περάσει από το Σουηδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα και ήξερε πολύ καλά τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Στο γράμμα του ανέφερε πως ένα δαχτυλίδι όμοιο με αυτό που είχε βρεθεί δεκαετίες πριν στη Ρόδο εκτίθετο στη Στοκχόλμη και αναρωτιόταν αν είναι ψεύτικο πιστό αντίγραφο ή αληθινό. Ο Ντούμας έδωσε τη σαφή απάντηση ότι επρόκειτο πιθανότατα για το δικό μας, αλλά η υπόθεση δεν προχώρησε.
Η δραστήρια Διεύθυνση Τεκμηρίωσης του υπουργείου ανέσυρε πρόσφατα την αλληλογραφία βάζοντας μπροστά την υπόθεση. Πρόκειται για μια υπηρεσία που δημιουργήθηκε το 2008 και έκτοτε έχει κάνει σημαντική, συστηματική και αθόρυβη δουλειά. Στην ελληνική «φαρέτρα» υπήρχαν αρκετά τεκμήρια για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στη διεκδίκηση του δαχτυλιδιού. Στο άκουσμα του αιτήματός μας, οι Σουηδοί αναζήτησαν τον Στιρένιους που ζει και είναι θαλερός ακόμα, ο οποίος μίλησε για την αλληλογραφία του με τον Ντούμα. Η ελληνική έρευνα αποκάλυψε κάτι ακόμα: Το δαχτυλίδι είχε περιέλθει στην κατοχή του Νομπέλ ύστερα από δωρεά του Ούγγρου νομπελίστα Γκέοργκ φον Μπέκεσι, που άφησε στο ίδρυμα αρχαία αντικείμενα, πολλά εκ των οποίων ήταν κίβδηλα. Ο Φον Μπέκεσι ήταν ο πρώτος φυσικός που τιμήθηκε με το βραβείο Φυσιολογίας και Ιατρικής και πιθανότατα αγόρασε το δαχτυλίδι στην Αμερική όπου έζησε. Ετσι λοιπόν το ζήτημα της αυθεντικότητας ήταν καίριο.
Δύο ειδικοί, η επιμελήτρια αρχαιοτήτων στο τμήμα προϊστορικών αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Ελένη Κωνσταντινίδη και η συντηρήτρια αρχαίων έργων τέχνης με ειδίκευση στα μεταλλικά αντικείμενα Μαρία Κοντάκη ταξίδεψαν στη Στοκχόλμη και εξέτασαν το έκθεμα. Ετσι βεβαιωθήκαμε ότι επρόκειτο όντως για το μυκηναϊκό κτέρισμα.
Ομως χρειαζόταν και άλλη δουλειά μέχρι να φτάσουμε στο αίσιο τέλος. Ναι μεν το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδος κάνει αιτήματα για επιστροφές αντικειμένων, αλλά μεγάλο βάρος πέφτει στις ανά τον κόσμο πρεσβείες μας που πρέπει να προωθήσουν έγκαιρα και σωστά τις υποθέσεις αυτές, δηλαδή να αναλάβουν το πολιτικό σκέλος των επαφών. Χάρη στον πρέσβη μας στη Στοκχόλμη Ανδρέα Φρυγανά και τη διπλωμάτη Δέσποινα Πούλου που ασχολείται με τα πολιτιστικά θέματα στην πρεσβεία, όλα έγιναν σωστά. Με τη δική τους συμβολή άλλωστε έπρεπε να κοινοποιηθούν εκθέσεις με επιχειρήματα και τεκμήρια που θα έπειθαν και τους δύο θεσμούς πως το αντικείμενο είναι αυθεντικό και πως εκλάπη από τη χώρα μας.
Στιγμές δικαίωσης
Τη στιγμή της παράδοσης, όλοι οι Ελληνες που βρεθήκαμε στην τελετή της 19ης Μαΐου είχαμε έναν κόμπο στον λαιμό. Για την Ελενα Βλαχογιάννη που εκπροσωπούσε μια ολόκληρη ομάδα εργασίας και για τους ανθρώπους της πρεσβείας, ήταν μια στιγμή δικαίωσης. Είχαν εργαστεί ακούραστα και με αφοσίωση για πολλούς μήνες ώστε να πετύχουν το αποτέλεσμα που δεν ήταν ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο. Η αλήθεια είναι πάντως ότι η αντιμετώπιση των Σουηδών ήταν καλοπροαίρετη και αντικειμενική.
Σπουδαίο ρόλο στον επαναπατρισμό έπαιξε η Μαρία Ντάλστρομ, η επιμελήτρια υπεύθυνη αποκτημάτων του μουσείου και ειδική σε τέτοιες υποθέσεις που έκανε έρευνα και πήρε το μέρος μας. Οσο για τον Χέλγκεσεν, είπε μια ιστορία που δείχνει πόσο έχει αλλάξει το πνεύμα στο ζήτημα αυτό και από την κτητικότητα του παρελθόντος έχουμε πάει στην πολιτική της ηθικής για το προέρχεσθαι των μουσειακών συλλογών: «Ρώτησα τη μικρή μου κόρη πριν ένα δυο χρόνια πού θα ήθελε να πάμε διακοπές και μου είπε στην Ελλάδα. Επισκεφθήκαμε την Ακρόπολη και της διηγήθηκα πώς τα Γλυπτά κατέληξαν στο Λονδίνο. Θύμωσε και στεναχωρήθηκε. Σήμερα που παρέδωσα το δαχτυλίδι, μπορώ να πάω σπίτι με το κεφάλι ψηλά», είπε στη δεξίωση που ακολούθησε την τελετή.
Η αλλαγή μουσειακής ηθικής και οι προσπάθειες ανάκτησης μνημείων
Η Λίνα Μενδώνη επισήμανε στη δήλωσή της το νέο πνεύμα που επικρατεί στα μουσεία: Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, μέσω της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών, κάνει πολύ συστηματική δουλειά, σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, για τον εντοπισμό παράνομης διακίνησης πολιτιστικών θησαυρών και τις αναγκαίες ενέργειες για τον επαναπατρισμό των αντικειμένων.
Η γενναιόδωρη κίνηση του Ιδρύματος Νομπέλ να επιστρέψει στην Ελλάδα το χρυσό μυκηναϊκό δαχτυλίδι, ακολουθεί την εξαιρετικά σημαντική χειρονομία της Αυτόνομης Κυβέρνησης της Σικελίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας για τη μόνιμη παραμονή του θραύσματος Fagan στο Μουσείο της Ακρόπολης. Τέτοιες κινήσεις μαρτυρούν την αλλαγή στάσης σημαντικών μουσείων, οργανισμών και μεγάλων ιδρυμάτων στον κόσμο, όπως και την απόρριψη αποικιοκρατικών αντιλήψεων, σε ό,τι αφορά τις μουσειολογικές και μουσειογραφικές πρακτικές τους. Πρόκειται για μια αισιόδοξη αλλαγή μουσειακής ηθικής, την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσουν οργανισμοί που παραμένουν προσκολλημένοι στα παρωχημένα μοντέλα ανάπτυξης και διατήρησης των συλλογών τους.
Η επικεφαλής της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης Βάσω Παπαγεωργίου στάθηκε στο έργο της ομάδας της και στις συνεχείς προσπάθειες: Ενα κλεμμένο πολιτιστικό αγαθό, μετά περίπου 80 χρόνια επιστρέφει στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Ρόδο, για να ενταχθεί και πάλι στις συλλογές του Αρχαιολογικού Μουσείου και να συνεχίσει να αφηγείται την ιστορία του νησιού. Ο επαναπατρισμός αυτός αποδεικνύει περίτρανα πως όταν υπάρχουν καλόπιστοι και αντικειμενικοί συνομιλητές, όπως το Ιδρυμα Νομπέλ και το Μουσείο Μεσογειακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων, βρίσκονται λύσεις για να διορθωθούν λάθη του παρελθόντος.
Το χρυσό μυκηναϊκό δαχτυλίδι έρχεται να προστεθεί σε έναν μακρύ κατάλογο μνημείων διαφόρων περιόδων, τα οποία έχουν εντοπιστεί, τεκμηριωθεί, διεκδικηθεί και επαναπατριστεί τα τελευταία χρόνια από τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών. Πρόκειται για την αρμόδια υπηρεσία του ΥΠΠΟΑ για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, που ιδρύθηκε το 2008 και άρχισε να λειτουργεί από το 2009.
Καθοριστικός παράγοντας για τις επιτυχίες αυτές είναι η καθημερινή, συστηματική και πολυεπίπεδη δουλειά των στελεχών της Διεύθυνσης, που βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση και ετοιμότητα να αναζητήσουν με κάθε πρόσφορο τρόπο και να αξιοποιήσουν κάθε πληροφορία που θα συμβάλει στην τεκμηρίωση της απαίτησης του ελληνικού Δημοσίου και τελικά στην ανάκτηση των μνημείων.
Comments