Ενδοκινηματογραφικά μιλώντας, λίγα πράγματα είναι χειρότερα από καλλιτέχνες που υπονομεύουν δημοσίως ταινίες που προώθησαν με την παρουσία τους, όμως ο σταθερά αγαπητός Χανκς κάνει ακριβώς αυτό με μια τριλογία που υπέφερε από την κριτική και έφθινε με τον καιρό και εμπορικά.
Τιμιότητα πρώτα: Κατά τον υπογράφοντα η ταινία του 2006 είναι μια εξαιρετική περιπέτεια. Η δεύτερη ταινία είναι μέτρια, αλλά, βάσει της εικονογραφίας του Ρον Χάουαρντ, με μια πολύ ενδιαφέρουσα ρήση πάνω στη θρησκεία και τους πιστούς της, και η τρίτη είναι ανάξια λόγου. Οπότε για τις δηλώσεις του Χανκς, ο υπογράφων πάντα, λυπάται «πολύ». Πρωτίστως για την αγένειά του απέναντι στον πολλές φορές συνεργάτη του Ρον Χάουαρντ (που δεν κατονομάζεται ποτέ, για όλα φταίει ο φούφουτος) κι έπειτα απέναντι στο κοινό του που στήριξε, έστω φθίνοντα, και τις τρεις ταινίες. Για την πρώτη ταινία, ελπίζει κανείς, ότι η ετυμηγορία εκκρεμεί ακόμα.
Η πρώτη ταινία λοιπόν επιχείρησε να κεφαλαιοποιήσει την αδιανόητη εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του Νταν Μπράουν, ενός βιβλίου ανεκτής (παρότι «εθιστικής») γραφής και ωραίας ιδέας, που εν συνόλω βέβαια είναι μίμηση του αναρίθμητων κλάσεων ανώτερου «Εκκρεμούς του Φουκώ» του Ουμπέρτο Έκο. Τα κατάφερε, αφού με κοντά 770 εκατομμύρια ήταν η 2η μεγαλύτερη επιτυχία εκείνης της χρονιάς παγκοσμίως. Δεν άρεσε στην κριτική, πλην φωτεινών εξαιρέσεων, όμως η εμπορική επιτυχία ήταν αρκετή για να δώσει πράσινο φως σε δύο συνέχειες που όμως, ειδικά η δεύτερη συνέχεια (Inferno -2016), κατέφθασαν πολύ αργότερα από την λήξη της «μανίας Νταν Μπράουν», ο κινηματογραφικός κόσμος είχε ήδη αλλάξει και τα εισιτήρια, παρότι έβγαλαν στο πράσινο την παραγωγή, θεωρήθηκαν αποτυχία. Τέλος συναγερμού.
«Μια χαζομάρα», είναι η θεώρηση του Τομ Χανκς για τις ταινίες αυτές. «Θεέ μου, ήταν μια εμπορική επιχείρηση», λέει. «Ναι, αυτές οι συνέχειες ήταν χαζομάρες. Το πρώτο ήταν χαζομάρα. Θέλω να πω ο Νταν Μπράουν, ο θεός να τον έχει καλά, [σ.σ. και παραφράζουμε] γράφει αλλά αντ’ άλλων. Όλα αυτά είναι απολαυστικά κυνήγια θησαυρού που είναι τόσο ακέραια ως προς την Ιστορία όσο τα Τζέιμς Μποντ είναι ακριβείς κατασκοπίες. Το μόνο που θέλαμε ήταν μια υποσχόμενη απόδραση».
Ο Χανκς συνεχίζει λέγοντας ότι το όλο εγχείρημα ήταν περισσότερο εμπορικό παρά ευφυές: «Δεν βρίσκω κάτι λάθος με μια σωστή εμπορικότητα, αλλά να είναι σωστή. Όταν κάναμε το τρίτο, δεν ήταν τίποτα πια σωστό. Να σας πω και κάτι άλλο; Όταν κάναμε το πρώτο, ήμουν 40κάτι και είχα τα γενέθλιά μου. Κάναμε γύρισμα στο Λούβρο εκείνο το βράδυ. Άλλαζα παντελόνια μπροστά στη Μόνα Λίζα. Μου έφεραν την τούρτα στη Μεγάλη Σάλα! Ποιος έχει αυτή την εμπειρία; Βλέπετε κανέναν κυνισμό; Όχι βέβαια!».
Κάτι μας είπες, σταθερά αγαπημένε είπαμε, Τομ Χανκς, αν και τελικά, μαζί με κάτι άλλα που θυμόμαστε, κάτι μας είπες για το χιούμορ και την ελαφρώς χαμένη σου νεανικότητα. Να δείτε ξανά το πρώτο, και μάλιστα στο director’s cut, μια χαρά θα περάσετε. Δεν χρειάζεται όλα να τα παίρνουμε τόσο πολύ στα σοβαρά.
Comments