(από την υλικότητα, στο εφήμερο story)
Γράφει η Γωγώ Καρακούση
Όλα ξεκίνησαν από μια αγγελία. Ανάμεσα στα πολλά, αυτή η ζωγραφισμένη φωτογραφία «αγνώστων» στάθηκε στο βλέμμα μου, με τον άντρα με το στριφτό μουστάκι και τη γυναίκα με την παραδοσιακή φορεσιά του Πόντου να κοιτάζει ήρεμα το φακό. Σε τόπο ασφαλή πια «Κολοκοτρώνη 38, Αθήναι, ΦΩΤΟ ΒΕΝΟΥΣ, ΑΘΑΝ. ΒΙΤΣΑ».

Πάντα με μάγευαν οι φωτογραφίες… πάντα με μάγευε η σιωπή τους, αυτά που έκρυβαν…
Με αφορμή την ημέρα μνήμης, η φωτογραφία «ζωντάνεψε». Έφερε στα μάτια μου εικόνες για την Ποντιακή Γενοκτονία, για όλα όσα έχω διαβάσει και ακούσει μέσα από την προφορική παράδοση και τη συλλογική μνήμη. Η φωτογραφία αυτή έγινε γέφυρα – ανάμεσα σε «εκείνους» που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά άκουσα για αυτούς και κουβαλώ την ιστορία τους, ως κομμάτι της δικής μου ιστορίας.
Η 19η Μαΐου είναι ημέρα συλλογικής μνήμης και στοχασμού για την Ποντιακή Γενοκτονία, ένα από τα πιο τραγικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας. Δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι εξοντώθηκαν ή εκτοπίστηκαν βίαια από τις πατρογονικές τους εστίες στον Εύξεινο Πόντο. Όσοι κατάφεραν να διασωθούν, πήραν μαζί τους μονάχα λίγα υπάρχοντα και τις προφορικές μνήμες της κοινότητάς τους.
Ανάμεσα στους τόπους όπου βρήκαν καταφύγιο ήταν πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Οι Πόντιοι, φέρνοντας μαζί τους τα βιώματά τους, ενσωματώθηκαν σταδιακά στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της νέας τους πατρίδας, φέρνοντας μαζί τους στοιχεία μιας μακραίωνης λαογραφικής τους παράδοσης. Με τη γλώσσα, τη μουσική και τα έθιμά τους, ανανέωσαν τον πολιτιστικό χάρτη και άφησαν ένα στίγμα που διακρίνεται ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές.
Η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο αυτό, λειτουργεί σαν ένα πολιτισμικό τεκμήριο. Η εθνογραφική σημασία του ενδύματος της εικονιζόμενης γυναίκας, είναι διπλή, από τη μια, αποτυπώνει την κοινωνική ταυτότητα και την εθνοτική μνήμη και από την άλλη, παραπέμπει σε ένα δίκτυο αξιών και πρακτικών που μεταβιβάζονται προφορικά, από γενιά σε γενιά.
Η προφορικότητα – θεμέλιος λίθος κάθε κοινότητας – υπήρξε ο βασικός μηχανισμός διατήρησης της συλλογικής ταυτότητας. Μέσα από παραμύθια, τραγούδια και αφηγήσεις, οι πρόσφυγες μετέφεραν την ιστορική μνήμη και ανασυγκρότησαν την πολιτισμική τους ταυτότητα στις νέες τους πια πατρίδες.
Σήμερα, η υλικότητα της μνήμης υποχωρεί μπροστά στην επέλαση του ψηφιακού πολιτισμού. Φωτογραφίες που παλιά αποτυπώνονταν σε χαρτί και φυλάσσονταν σε οικογενειακά άλμπουμ, αποθηκεύονται και ζουν πλέον σε ψηφιακά αρχεία – εύθραυστα, προσωρινά, συχνά καταδικασμένα στην λήθη ή σε ένα κλικ «διαγραφής». Εμείς τί θα αφήσουμε άραγε. Στον χώρο του Facebook, του Τik Tok και του Instagram, η εικόνα δεν λειτουργεί ως αντικείμενο μνήμης, αλλά ως εφήμερη «ιστορία» που διαρκεί λίγες ώρες.
Από ανθρωπολογική σκοπιά, το πέρασμα αυτό σημαίνει μια μετατόπιση της συλλογικής μνήμης όπου οι κοινότητες χάνουν τον υλικό φορέα, που συντηρούσε τις αφηγήσεις, και στη θέση του αναδύεται μια «ψηφιακή μνήμη» που συχνά δεν έχει ρίζες.
Ένας Αντίλογος
Ίσως, θα σκεφτούν κάποιοι, ότι το γεγονός πως αυτή η φωτογραφία βρέθηκε στα χέρια μου σημαίνει ότι κάποιος, κάποτε, κάπου την «άφησε». Όμως ακόμα κι έτσι, αυτό είναι ένα παράδοξο της μνήμης. Συχνά – όχι πάντα δυστυχώς – αυτά που απορρίπτονται από κάποιους, σώζονται από άλλους, ανακτώνται, και συνεχίζουν να υπάρχουν. Αποκτούν παράταση ζωής…
Σήμερα, μέσα από αυτό το άρθρο, η φωτογραφία αυτή ξαναζεί δημόσια σαν σπόρος μνήμης και βρίσκει καινούργιους αποδέκτες, εμάς, εσάς. Η μνήμη αλλάζει φορείς. Και όσο υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται, όσο υπάρχουν μάτια που βλέπουν και αφτιά που ακούν, οι σιωπηλές φωνές του παρελθόντος μπορούν ακόμα να ακουστούν.
Η γυναίκα με τη φορεσιά του Πόντου στέκει ακόμα εδώ, με τον σύζυγό της (;) σε αυτή τη φωτογραφία. Το ερώτημα παραμένει: εμείς, τί θα αφήσουμε πίσω μας. Θα αρκεστούμε σε ψηφιακές αποτυπώσεις ή θα βρούμε τρόπους να κρατήσουμε ζωντανή την προφορική και υλική παράδοση, ώστε οι γενιές που έρχονται να βρίσκουν ρίζες και όχι μόνο αρχεία;
Comments