Του Γιώργου Σταματόπουλου
Ποιος να το έλεγε ότι ο Νότης θα πεθάνει. Ετσι ξαφνικά, απροσδόκητα, η καρδούλα του σταμάτησε να χτυπάει [λέω καρδούλα από τρυφερότητα· ο ίδιος είχε μια τεράστια καρδιά που μόνο να δίνει ήξερε και να αγαπά, να συμπάσχει με τους αδύναμους και όλους τους καταφρονεμένους, εκείνους που η «επίσημη» κοινωνία δεν τους πολυδεχόταν στις καθημερινές της συστημικές ενασχολήσεις]. Αδελφός εκ φιλίας πενήντα ετών, που ουδέποτε διαταράχτηκε. Πώς να θρηνήσεις έναν τέτοιο πολύτιμο συνοδοιπόρο; Πώς να τον πενθήσεις;
Ποιος να το πιστέψει ότι δεν υπάρχει αυτός ο καλοκάγαθος άνθρωπος, η ζωή του οποίου ταυτίστηκε με το Κιάτο και τα γύρω χωριά, με την Αθήνα, τη Βραζιλία, τη Νέα Υόρκη, τον Καναδά… Από παντού τηλεφωνήματα σε δύο ξαδέλφια του και σε φίλους του [ήταν μόνος στον κόσμο]. Του άρεσε να επικαλείται τον στίχο του Καρυωτάκη: «Περπατώντας αργά στην προκυμαία, υπάρχω λες, κι ύστερα δεν υπάρχεις».
Σαν να ήξερε… Μου είχε πει πέρυσι, στην κηδεία του αδελφού μου, ότι «είμαστε κι εμείς σε τούτη τη λίστα». Συνήθιζε να λέει μακάβριες αστειότητες. Αλλά μάλλον είχε αρχίσει να το βάζει στο μυαλό του. Φέτος στο μνημόσυνο ήταν φειδωλός και κάπως απόμακρος. Δεν θέλω που εικάζω άσχημα. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι ο Νότης δεν υπάρχει. Θα λείψουν τα αστεία του, ο αυτοσαρκασμός [και, εάν η εικασία στέκεται, η αυτοκαταστροφικότητα] και το δυνατό, πλατύ και γάργαρο γέλιο του.
Αδολος, ανεξάρτητος, ακομμάτιστος τα τελευταία χρόνια, πίσω μόνο από την μπάρα «ολοκληρωνόταν», μακριά από παραλίες και πολυκοσμίες, με εκλεκτούς πελάτες που δεν τον απαρνήθηκαν ποτέ, ακόμη κι όταν η οικονομική κρίση αφαίρεσε από πολλούς τη δυνατότητα να πιουν ένα ποτό. Κερνούσε ο Νότης, πάντα ο Νότης -ήταν στις καρδιές όλων, ακόμη και σε δύσκολες γι’ αυτόν στιγμές. Επαιζε τα πάντα στο πανέμορφο μπαράκι του: δημοτικά, λαϊκά, βαριά λαϊκά, Μπομπ Ντύλαν, Τζόαν Μπαέζ, Τζιμ Μόρρισον, αντάρτικα [!], κάποιους αοιδούς που τους ήξερε μόνο ο ίδιος και ίσως και η μάνα τους.
Σημείο αναφοράς για όλους τούς τότε συμμαθητές αλλά και για τις επόμενες γενιές, που γαλουχήθηκαν στα κεράσματά του και στο πικρό αλλά άφθονο χιούμορ του. Οποιοι κι αν συναντιόμασταν, όπου κι αν συναντιόμασταν έτσι ξεκινούσε η συνομιλία [πάντα, μα πάντα]: «Τι κάνει ο Νότης;» ή «τον έχεις δει τον Νότη;».
Πριν από λίγο καιρό γλίτωσε σαν από θαύμα από πυρκαγιά που ξέσπασε σπίτι του. Ε, είπαμε όλοι, αφού σώθηκε ποτέ δεν πεθαίνει. Πού να ξέραμε; Εζησε τη ζωή με τόλμη και μοναξιά που την είχε όμως [τη μοναξιά] υπό έλεγχο. Τέτοιους ανθρώπους έπρεπε να διαθέτει η Αριστερά [η εν γένει Αριστερά]. Νιώθω τυχερός που ήμουν φίλος του [από την αρχή ώς το τέλος]. Παλιοί συμμαθητές μού τηλεφωνούν. Δεν το πιστεύουν. «Πάει ο Νότης» και δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Ποιος μπορεί; Κηδεύεται αύριο στις 14.00 από τη Μεταμόρφωση Σωτήρος, στο Κιάτο. Στο καλό, μοναχικέ, τρυφερέ, μοναδικέ, Νότη.
(Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών. Η φωτογραφία από τη σελίδα fb του Νίκου Φιλόπουλου)
Comments