ΤΟΥ ΛΑΜΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ (Α΄)
Όταν ο θρυλικός «Γέρος του Μοριά», ο Θεοδ. Κολοκοτρώνης κατατρόπωσε την περίφημη Στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια της Κορινθίας – 26-28 Ιουλίου 1822 – δεν θέλησε να αναπαυθεί στις δάφνες του. Τον προσκάλεσε τότε η Πελοποννησιακή Γερουσία στην Τρίπολη, να του δώσει το δίπλωμα της Αρχιστρατηγίας, μα αυτός ανέβαλε την αναχώρησή του. Ήξερε, πως τα υπολείμματα του στρατού του Δράμαλη συγκεντρώνονταν στην Κόρινθο και υπελόγιζε πως ήταν ενδεχόμενο να ανασυνταχθούν εκεί κι έπειτα να πιστωστρέψουν στην Αργολίδα ή να ξεφύγουν από τα «Μεγάλα Δερβένια» των Γερανείων, για την Ρούμελη, ή από την παραλιακή Κορινθία – Βόχα – Σικυωνία – για την Πάτρα κι αργότερα να ξαναγυρίσουν ενισχυμένα για να πλήξουν τον επαναστατημένο Μοριά.
Αυτές τις σκέψεις του εξέθεσε ο Κολοκοτρώνης στο στρατιωτικό Συμβούλιο των οπλαρχηγών, που έγινε στον Άη – Γιώργη της Νεμέας κι όλοι βρήκαν πως ο «Γέρος» είχε δίκηο. Αποφασίσθηκε γι’ αυτό να συσταθεί Γενικό Στρατόπεδο στο ορεινό χωριό της Σικυωνίας Σούλι και να πιασθούν όλες οι επίκαιρες θέσεις σε τρόπο, που να πολιορκηθεί στενά ο Δράμαλης και να εξαναγκασθεί σε παράδοση, από έλλειψη ζωοτροφών.
Έτσι ο Πρίγκηπας Δημ. Υψηλάντης, ο Καπετάν Νικηταράς και ο Παπαφλέσσας με σημαντική δύναμη από Κορινθίους και Δερβενοχωρίτες πέρασαν επιδειχτικά μπροστά από το Τούρκικο Στράτευμα της Κορίνθου κι έπιασαν τα υψώματα της Περαχώρας, μέχρι τον Ισθμό. Μαζί τους βρέθηκαν με 700 άνδρες ο Καπετάν Γιώργης Λύκος (Χελιώτης) και ο Καπετάν Κεφάλας με άλλους εξακόσιους. Την αρχηγία του στρατοπέδου των Μεγάλων Δερβενίων ανέλαβε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που έστησε το τσαντήρι του στην Παναγία του Πράθι. Μ’ αυτό τον τρόπο αποκλεινόταν ο Δράμαλης από την Ρούμελη και δεν μπορούσε ούτε να φύγει προς τα ’κει ούτε να πάρει βοήθεια.
Για ν’ αποκλεισθεί κάθε επικοινωνία του με το Ναύπλιο – που το κατείχαν κι αυτό οι Τούρκοι – 400 στρατιώτες με τους οπλαρχηγούς Γεωργάκη Π. Μαυρομιχάλη, Τσαλαφατίνο και Γιάννη Κατσή – Μαυρομιχάλη, στρατοπέδευσαν στις Κλένιες. 600 Τριπολιτσιώτες με τους οπλαρχηγούς Αλέξη Λεβιδιώτη, Κολιό Μπακόπουλο – Δαρειώτη και Γ. Σέκερη, έπιασαν τα υψώματα του Άη – Βασίλη, ενώ ο Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης με τους οπλαρχηγούς Παν. Ζαφειρόπουλο, Δημ. Τσώκρη, Αναγνώστη Κονδάκη, Παπατσώνη και άλλους, κατελάμβαναν τις κλεισούρες του Αγιονόρι και του Μπερμπάτι. Έμενε τώρα να αντιμετωπισθεί το ενδεχόμενο της διαφυγής της Στρατιάς του Δράμαλη μέσω Βοστίτσας για την Πάτρα, που ήταν και το πιο πιθανό. Έπρεπε γι’ αυτό να αποκλεισθεί το πέρασμα από την Δυτική Κορινθία.
Την γενική διεύθυνση της πολιορκίας ανέλαβε ο ίδιος, ο Θ. Κολοκοτρώνης, που μετέφερε την έδρα του Στρατηγείου του από τον Άη Γιώργη της Νεμέας στο Σούλι, όπου συστηνόταν και το Γενικό Στρατόπεδο.
Πήρε μαζί του τον Αναγνώστη Πετιμεζά, τον Βασίλη και Νικόλα Πετιμεζά, τους οπλαρχηγούς Παπανίκα και Παπα – Πιτσούνη με τους Κορινθίους, Παν. Γιατράκο, Δημ. Πλαπούτα, Τζανέτο Χριστόπουλο, τον εξάδελφό του Γιαννάκη Κολοκοτρώνη – Ντασκούλια – τον Δ. Δεληγιάννη και τον γυιό του Γενναίο Θ. Κολοκοτρώνη καθώς και άλλους οπλαρχηγούς με τα στρατιωτικά τους σώματα.
Όλοι – όλοι, που πλαισίωναν το Γέρο Κολοκοτρώνη έφταναν τις 3.500. Σ’ αυτούς προστεθήκαν και 90 Μακεδόνες με τον ηρωικόν οπλαρχηγό τους Καπετάν Γάτσο. Κέντρο εφοδιασμού ορίσθηκε το ορεινό χωριό Μάτσανι, όπου και εγκατεστάθηκαν οι υπηρεσίες τής «επιμελητείας» του επαναστατικού στρατού, που πολιορκούσε την Κόρινθο.
Εμπροσθοφυλακή του Στρατοπέδου τοποθετήθηκαν στη Μικρή και Μεγάλη Βάλτσα ο Αναγνώστης Πετιμεζάς με τον δεκαεπτάχρονο γυιό του Σωτηράκη Πετιμεζά και στα υψώματα της «Κιάκριζας», πάνω από το Βασιλικό, το Σώμα των Κορινθίων με τον Παπανίκα και τον Γενναίο Κολοκοτρώνη έως 1.300.
Από την πρώτη κι’ όλας βραδυά σύμφωνα με διαταγή του Θ. Κολοκοτρώνη άναβαν μεγάλες φωτιές στα τριγύρω υψώματα με σκοπό να τρομοκρατήσουν τους πολιορκημένους Τούρκους. Από παντού, ολόγυρα από την Κόρινθο, από τα Δερβενάκια, το Αγιονόρι, τον Άη – Βασίλη, τα Γεράνεια, την Περαχώρα, το Σούλι, το Μάτσανι, τις Βάλτσες και το Βασιλικό της Σικυωνίας, δυό ολόκληρες ώρες κάθε νύχτα, πύρινες θεώρατες γλώσσες ανέβαιναν στον ουρανό, και κατέκλυζαν με εκτυφλωτική λάμψη και καπνιά την περιφέρεια, για να σκορπίσουν τον τρόμο στους αποκλεισμένους στην Κόρινθο Τούρκους, που πίστευαν πώς ήσαν «μιλιούνια» αμέτρητα – δεκαπλάσιοι από ό,τι ήσαν στην πραγματικότητα – οι Έλληνες. Από τις 2 Αυγούστου (1822) πρώτη ημέρα της πολιορκίας, οι Τούρκοι έβγαιναν πρωί – πρωί από την Κόρινθο, γλυστρούσαν με προφύλαξη μέχρι τα Βοχαΐτικα αμπέλια, έκοβαν σταφίδες και κουβαλούσαν ξύλα. Στην επιστροφή τους καιροφυλακτούσαν οι Έλληνες, τους χτυπούσαν, σκότωναν μερικούς, άρπαζαν μερικά άλογα με τα φορτία τους, και γύριζαν στα στρατόπεδά τους.
Συνεχίζεται.
Δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή και η επαναδημοσίευση.
Comments