ΤΟΥ ΛΑΜΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ
Ωστόσο, και οι Έλληνες αρχίζουν να λιγοστεύουν. Άλλοι πληγώνονται βαριά. Άλλοι μένουν στον τόπο. Πληγώνεται και ο Αναγνώστης Πετιμεζάς. Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Υπήρχε και τότε καιρός να φύγουν οι Έλληνες οπισθοχωρώντας κατά το Παραδείσι και τη Μικρή Βάλτσα. Μα, οι Πετιμεζαίοι ανήκαν σε ηρωική γενιά από κλέφτες, που ήξεραν να πεθαίνουν παλληκαρίσια. Μέσα στην χλαγοή της μάχης πήραν τη μεγάλη απόφαση:
Να θυσιασθούν αυτοί, για να σωθούν οι άλλοι! Και η μάχη, η άνιση πάλη συνεχίζεται.
Το αίμα και ο ιδρώτας αυλακώνουν το μέτωπο και τα δασειά στήθεια του Αναγνώστη, που πασχίζει να κρύψει την πληγή και το αίμα, για να μη το νοιώσουν τα παλληκάρια του και λυπηθούνε και δειλιάσουν.
Ξάφνου, άλλο ένα βόλι, θανατικό αυτό, τούρχεται κατάστηθα. Ο καπετάνιος κλονίζεται, σβήνει το φως του, πέφτει καταγής μέσα στο αίμα, που τρέχει, τρέχει ασταμάτητα.
Βραχνιασμένα, αδύναμα, λένε πως είπε:
– «Δεν έχω τίποτα παιδιά! Στη μάχη το νου σας. Για το Θεό, μη χάσουμε τη μάχη!».
Η στερνή του κουβέντα, καθώς άφηνε το σπαθί του στα άξια χέρια του παιδιού του. Ασπάσθηκε το νεκρό πατέρα του ο Σωτηράκης, σφούγγισε ένα καφτό δάκρυ, και χύνεται σα σίφουνας πάνω στο εχθρικό μπουλούκι. Άλλα κεφάλια τούρκικα πέφτουν από το χέρι του νέου καπετάνιου. Ένα εχθρικό βόλι τού κόβει την ορμή του. Και το δεκαεπτάχρονο γενναίο παλληκάρι, σούρνεται βογκώντας κατάχαμα κι έρχεται κι αφήνει τη στερνή του πνοή, πλάι στο άψυχο κουφάρι του πατέρα του.
Πιο πέρα, σωριάζεται νεκρός, ύστερα από λίγο, και ο γενναίος ΙΙαπα – Καλομοίρης από τον Μυστρά. Βαρειά πληγωμένος πιάνεται αιχμάλωτος ο Παν. Τζανετάκης.
Στο μεταξύ φτάνουνε μ’ ενισχύσεις ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο Παν. Γιατράκος, ο Δημ. Πλαπούτας, ο Βασίλης, ο Νικόλας και οι άλλοι Πετιμεζαίοι.
Οι Τούρκοι έχουν κι αυτοί τσακίσει, απ’ την πεισματική τρίωρη μάχη κι αρχίζουν – πεζοί και καβαλλάρηδες – να ξαναγυρίζουν άδοξα στην Κόρινθο, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 250 νεκρούς. Πενήντα διαλεχτά παλληκάρια ακολούθησαν στον ηρωϊκό θάνατο τους άξιους καπετάνιους τους.
Αναφέρει σχετικά ο Κανέλλος Δεληγιάννης:
«…Αλλ’ έως 150 εξ αυτών μετά του ατρομήτου εκείνου αρχηγού Αναγνώστη Πετιμεζά και του γενναίου Παπακαλομοίρη από το Μυστρά και του Γιαννετάκη, απεφάσισαν εκ προθέσεως να οχυρωθούν εις ένα χάνδακα, να πολεμήσουν, να θυσιασθώσιν αυτοί, δια να σώσουν τους άλλους. Επολέμησαν, λοιπόν, υπέρ τας τρεις ώρας ακαταπαύστως, με χιλίους ιππείς και τρεις χιλιάδες πεζούς, αλλ’ επί τέλους, έπεσαν ενδόξως μαχόμενοι άπαντες υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος μέχρις ενός. Τον δε Π. Γιαννετάκην μόνον συνέλαβον ζώντα, τον οποίον γνωρίσας ο Δράμαλης ότι ήτο Τραπεζίτης (σαράφης) εις την Κωνσταντινούπολιν, διέταξε και τον επαλούκωσαν εις την Κόρινθον».
Αυτήν την ημέρα ο γέρο – Κολοκοτρώνης ετοιμαζόταν να φύγει για την Τριπολιτσά. Είχε τελειώσει η πρώτη φάση της μάχης με νικηφόρο αποτέλεσμα. Όταν ακολούθησε η δεύτερη συμπλοκή κοντά στ’ αμπέλια της Βόχας, τραβήχτηκε σ’ ένα ύψωμα κοντά στο Σούλι, κι είδε από την μιά μεριά τους Έλληνες να σκορπίζονται στα αμπέλια να κόψουν σταφύλια ή να λαφυραγωγήσουν και από την άλλη, τους Τούρκους να είναι κρυμμένοι κι έπειτα να ξεπετάγωνται πεζοί και καβαλλάρηδες απ’ τη ρεματιά κι απ’ τα αμπέλια για να χτυπήσουν τους Έλληνες, κατάλαβε πως δεν ήταν δυνατό ν’ ανθέξουν στην επίθεση τόσο πολυάριθμων εχθρών. Αμέσως διέταξε τον υπασπιστή του Φωτάκο να τρέξει καβάλλα, όσο μπορεί γληγορώτερα, να τους ’πεί να τραβηχτούν από τις θέσεις τους, αλλά δεν τους επρόφτασε… Και ο Θ. Κολοκοτρώνης «καταλυπημένος από το συμβάν τούτο» με τη συνοδεία των υπασπιστών και σωματοφυλάκων του έφυγε για τον Άη – Γιώργη της Νεμέας. Από εκεί έγραψε στον ανηψιό του Νικήτα:
»…Προχτές την Κυριακή έγεινεν ένας μεγάλος πόλεμος και η απείθεια και η παρακοή μας, ή να είπω και τα λάθη μας, μας έγεινε μερική χαλάστρα· εσκοτώθηκαν 50 Έλληνες· εσκοτώθη και ο μακαρίτης Αναγνώστης Πετιμεζάς και το παιδί του, και ο Παπά – Καλομοίρης επιάσθη ζωντανός και ο Τζανετάκης, Μιστρώτης· τούτα κάνει η ακεφαλιά. Χοντρό λάθος των ήταν των μακαριτών, διότι επήγαν ματαίως και χωρίς ανάγκην· ως τόσον υπομονήν και ας ανοίξωμεν τα ομμάτιά μας και σταθώμεν γενναίοι και ας πάρωμεν τα μέτρα μας.
23 Αυγούστου 1822 από Αηγιώργη
Ό θείος σου
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης»
Η λαϊκή Μούσα της εποχής έκλαψε κι έψαλε τον ηρωΐκό χαμό των Πετιμεζαίων μ’ αυτό το τραγούδι, που τ’ αφιέρωσε στη μνήμη του Αναγνώστη Πετιμεζά, του πρώτου κλεφτοκαπετάνιου και Αρχηγού των «Κορινθιακών Στρατευμάτων»:
Θέλετε ν’ ακούστε κλάϋματα, δάκρυα και μοιρολόγια;
Περάστε από τα Σουδενά κι από τους Πετιμεζαίους,
εκεί, ν’ ακούστε κλάϋματα, δάκρυα και μοιρολόγια
Πώς κλαιν για τον Πετιμεζά και για τον Σωτηράκη.
Στη σκάλα βγήκαν κι έκατσαν, τους Έλληνες ρωτάνε,
– Πες μας για τον Πετιμεζά και για τον Σωτηράκη
σε τι ταμπούρια πολεμάν, σε ποια βαθειά λαγκάδια;
– Μες του Λαλιώτι πήγανε, τους Τούρκους καρτερούνε
επιάσανε τον πόλεμο, απ’ την αυγή ως το βράδυ,
ο Νικολάκης φώναξε και ο Βασίλης λέγει:
– Μη ξεκαμπίσεις μπάρμπα μου και πέσεις μες τον κάμπο
κι οι Αρβανίτες τα σκυλιά μας έχουνε χωσάδα.
Κι αυτούνος δεν αγροίκησε το λόγο του Βασίλη
μα το σπαθί του ετράβηξε κι έπεσε μες τον κάμπο.
Μιά μπαταριά τού ρίξανε, του κόψανε το πόδι,
στα γόνατα γονάτισε και το σπαθί του παίζει,
κι οι ατλήδες εζώσανε, τον έβαλαν στη μέση.
– Ρίξε Αναγνώστη τ’ άρματα, χαλάλι της ζωής σου.
– Τι λέτε βρε παλιόσκυλα, πώς να σας προσκυνήσω
εγώ ’μαι ο Πετιμεζάς και θα σας πολεμήσω.
Μιά μπαταριά τού έρριξαν όλοι με τις κουμπούρες,
του πήραν το κεφάλι του, το πήγανε στην Κόρθο.
Όσ’ είστε φίλοι κλάψατε κι όσ’ είστ’ οχτροί χαρήτε
Πετιμεζάς σκοτώθηκε ο πρώτος Καπετάνιος
τον κλαίνε χώρες και χωριά, όλοι Πετιμεζαίοι».
Κι όταν πέρασαν τα χρόνια κι η Πατρίδα λευτερώθηκε, ευλαβικοί προσκυνητές του τόπου της θυσίας των Πετιμεζαίων, πατέρα και γυιού, οι κάτοικοι της Σικυώνος ύψωσαν ένα απέριττο λίθινο προσκυνητάρι – στα δεξιά του δρόμου ανάμεσα Βασιλικό και Σούλι – και χάραξαν σ’ αιώνιο μνημόσυνο το λακωνικό τούτο επίγραμμα:
«Τοις υπέρ Πάτρης Αναγνώστη Πετιμεζά ενθάδε πεσούσι μηνί Αυγούστου 1822, ευγνωμονούντες έστησαν επίγονοι…».
Και πριν λίγα χρόνια, για εντονώτερη έξαρση της Ελληνικής παλληκαριάς των λεοντομάχων του 21, στήθηκε πιο πάνω, περίλαμπρο Μνημείο, με την επιβλητική προτομή του Αναγνώστη Πετιμεζά – έργο του Μεγάλου Κορίνθιου Γλύπτη Φάνη Κ. Σακελλαρίου.
Πόσο όμως θα χάριζε στο Μνημείο, η ύψωση πλάι στον πατέρα του, της προτομής του γυιού του Σωτηράκη Πετιμεζά! Είναι ένα αναγκαίο συμπλήρωμα πρώτα για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και δεύτερο, για να υπάρχει για πάντα ένα συμβολικό παράδειγμα ηρωϊσμού και αυτοθυσίας ενός λαμπρού νέου – του Σωτηράκη Πετιμεζά, δια τους νέους τους σύγχρονους και τους επιγενομένους, για να εμπνέωνται από τον ηρωϊσμό και την αυτοθυσία του.
ΤΕΛΟΣ
Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση.
Comments