Αποσπάσματα από το βιβλίο του Λουκιανοῦ “Δημώνακτος βίος”.
Ἔζησε σχεδὸν ὣς τὰ ἑκατό του χρόνια χωρὶς ἀσθένειες, χωρὶς
λύπες, χωρὶς νὰ ἐνοχλήσει κανένα κι ἀπὸ κανένα νὰ ζητήσει κάτι,
χρήσιμος στοὺς φίλους του, χωρὶς ποτὲ ν’ ἀποκτήσει ἐχθρούς. Τέτοια ἀγάπη τοῦ εἶχαν, ὄχι μόνον οἱ Ἀθηναῖοι ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλάδα ὁλόκληρη, ὥστε μὲ τὴν ἐμφάνισή του νὰ σηκώνονται οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλοι νὰ σιωποῦν. Πρὸς τὸ τέλος, ὅταν βρισκόταν σὲ βαθιὰ γεράματα, ἀπρόσκλητος δειπνοῦσε καὶ κοιμόταν σ’ ὅποιο σπίτι τύχαινε νὰ περνᾶ, ἐνῶ οἱ νοικοκυραῖοι τὸ θεωροῦσαν κάτι σὰν θεϊκὴ ἐμφάνιση κι ὅτι ἕνα πνεῦμα ἀγαθὸ μπῆκε στὸ σπίτι τους γιὰ τὸ καλό τους. Ἀλλὰ κι ὅταν περνοῦσε, οἱ φουρνάρισσες συνερίζονταν ποιά θὰ τὸν τραβήξει κοντά της, ἡ κάθε μιὰ ἐπιμένοντας ἀπὸ αὐτὴν νὰ πάρει τὸ ψωμὶ κι ὅποια κατάφερνε νὰ τὸ προσφέρει, τὸ θεωροῦσε ὡς τυχερό της. Ἐπιπλέον, καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ πρόσφεραν φροῦτα ἀποκαλώντας τον πατέρα.
64 Κι ὅταν συνέβη κάποτε στὴν Ἀθήνα μεγάλη διένεξη στὶς παρα-
τάξεις, εἰσῆλθε στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ μὲ τὴν ἐμφάνισή του
καὶ μόνον τοὺς ἔκανε νὰ σωπάσουν. Βλέποντας ἔπειτα ὅτι μετα-
στράφηκαν, ἔφυγε κι αὐτὸς χωρὶς νὰ βγάλει λέξη.
45 Βλέποντας κάποιος στὰ πόδια του ἕνα σημάδι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ
συνήθως παρουσιάζονται στοὺς γέροντες, τὸν ρώτησε: «Τί εἶν’ αὐτό, Δημῶναξ;» Κι αὐτός, μ’ ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη: «Μὲ δάγκωσε ὁ Χάρος» τοῦ ἀπάντησε.
65 Ὅταν πιὰ κατάλαβε πὼς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ φροντίζει ὁ ἴδιος
τὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ εἶπε στοὺς παρευρισκόμενους τοὺς στίχους τῶν κηρύκων γιὰ τὴ λήξη τῶν ἀγώνων,
Τελειώνει ὁ ἀγώνας, χορηγὸς
λαμπρῶν ἀγωνισμάτων·
ὁ χρόνος πλέον μᾶς καλεῖ
νὰ μὴν καθυστεροῦμε,
κι ἀπέχοντας ἀπὸ κάθε λογῆς τροφή, ἔφυγε ἀπ’ τὴ ζωὴ ὁλόχαρος κι ὅπως φαινόταν πάντοτε σ’ ὅσους τὸν συναντοῦσαν.
66 Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του τὸν ρώτησε κάποιος: «Γιὰ τὴν
ταφή σου, τί παραγγελίες ἔχεις;» Κι αὐτὸς ἀπάντησε: «Μὴν πολυ-
σκοτίζεστε, ἡ κακοσμία θὰ μὲ θάψει». Ἀλλὰ συνέχισε ὁ ἄλλος: «Μά, τί λές; Ντροπή, τὸ σῶμα ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου νὰ δοθεῖ βορὰ στὰ ὄρνια καὶ τοὺς σκύλους!» «Καὶ λοιπόν;», ἀπάντησε, «δὲν εἶναι δὰ παράλογο, ἂν πρόκειται ἀκόμη καὶ νεκρὸς νὰ εἶμαι χρήσιμος σὲ ζωντανοὺς ὀργανισμούς».
67 Οἱ Ἀθηναῖοι ὅμως τὸν ἔθαψαν δημοσία δαπάνη καὶ μὲ μεγαλο
πρέπεια καὶ πένθησαν γιὰ πολὺν καιρό. Τὸ πέτρινο κάθισμα ποὺ
συνήθιζε νὰ ἀναπαύεται ὅταν κουραζόταν τὸ προσκυνοῦσαν καὶ τὸ στεφάνωναν πρὸς τιμήν του θεωρώντας ὅτι ἱερὴ εἶναι ἀκόμη καὶ ἡ πέτρα ποὺ καθόταν. Τὴν ἐκφορά του δὲν ἔμεινε κανεὶς ποὺ νὰ μὴν τὴν ἀκολουθήσει, καὶ μάλιστα οἱ φιλόσοφοι. Αὐτοὶ ἦταν ποὺ τὸν μετέφεραν στοὺς ὤμους τους μέχρι τὸ μνῆμα.
____________
Φωτογραφία
Το λεγόμενο «Κεφάλι του Ποντισέλο» ή ο «Φιλόσοφος του Ποντισέλο», ένα χάλκινο θραύσμα αγάλματος που βρέθηκε στο Ναυάγιο του Ποντισέλο, στα ανοιχτά της Καλαβρίας. Αρχικά χρονολογήθηκε στην ελληνιστική περίοδο και ταυτίζεται ως πορτρέτο κυνικού φιλοσόφου, σήμερα χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ. Εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο της Magna Graecia στο Reggio Calabria.
Comments